Είχα αυτό το φίλο, το Γιάννη. Τον χαιρετήσαμε στα εικοσιπέντε του και στα δικά μου εικοσιπέντε. Του 'κοψε το λαρύγγι κάποιος που, λογικά, κυκλοφορεί ακόμα ελεύθερος. Πέρασαν εφτά χρόνια από τότε. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά τον έχω ξεχάσει. Τον άφησα πίσω, στα πάρτυ, τα ναρκωτικά, το αλκοόλ και τα γέλια.
Είχε πολύ γέλιο ο Γιάννης. Ιδίως όταν μιλούσε για μουσική. Είχαμε φάει ένα βράδυ να μου αναλύει τη συμβολή της συμμετοχής του Ian McKellen στο βίντεο του "Heart" των Pet Shop Boys στη μετέπειτα καριέρα του ως Άρχοντας του Μαγνητισμού. Τι να σου λεω, έπρεπε να 'σουν εκεί. Είχε περίεργη αίσθηση του χιούμορ, αλλά, πίστεψέ με, πολύ αποτελεσματική. Τη γκόμενά του τη Γεωργία την πάσσαρε σε περαστικούς να του τη γαμήσουνε, μέχρι και εικοσάευρα τους ανέμιζε στη μούρη, αλλά μάλλον τους τρόμαζε. Ή ξενέρωναν μ' εμάς από πίσω που γελούσαμε με τις φάτσες τους. Εντάξει, ήταν και ψιλοχάλια η Γεωργία, μη λέμε και μαλακίες.
Κάθε τόσο μου 'φερνε δωράκια, μικρά, από το δρόμο τα μάζευε. Κανένα παιχνιδάκι, ένα χαλασμένο δημοσιογραφικό κασετόφωνο, ένα μισοκαπνισμένο τσιγάρο... Μου 'χε φέρει και μια τσίχλα μασημένη. Ήταν κολλημένη σε ένα παγκάκι και κάποιος πάνω της είχε φτιάξει ανάγλυφο το όνομα "Μαρία". Τέχνη.
Κάθε τόσο μου 'φερνε δωράκια, μικρά, από το δρόμο τα μάζευε. Κανένα παιχνιδάκι, ένα χαλασμένο δημοσιογραφικό κασετόφωνο, ένα μισοκαπνισμένο τσιγάρο... Μου 'χε φέρει και μια τσίχλα μασημένη. Ήταν κολλημένη σε ένα παγκάκι και κάποιος πάνω της είχε φτιάξει ανάγλυφο το όνομα "Μαρία". Τέχνη.
Το μόνο του κακό ήταν το ότι έπαιρνε πρέζα απ' τα δεκάξι. Ή τουλάχιστον έτσι έλεγε, εγώ για νωρίτερα τον έκοβα. Την ευθύνη την έριχνε στον πατέρα του που τον χτυπούσε συχνότερα από τα επιτρεπτά στο κεφάλι. Μια φορά του 'χε φύγει ένα δόντι, καθίσαμε λοιπόν σε μια πλατεία και το πετούσε στα πόδια αγνώστων. Όποιος το πρόσεχε τον ρώταγε αν είχε την ευγενή καλοσύνη να του το επιστρέψει γιατί το πόδι του είχε σαπίσει και δεν μπορούσε να συρθεί μέχρι εκεί. Το αστείο της υπόθεσης ήταν ότι το πόδι του σάπιζε όντως. Του το ακρωτηρίασαν ένα χρόνο μετά.
Και ξεκίνησε ο Γιάννης ο Κουτσός μετά απ' αυτό ένα αγώνα να κόψει, να φύγει από τη φάση και τον κορόιδευα ότι μπορεί να βγάλεις το Γιάννη από την πρέζα, αλλά ποτέ δε θα βγάλεις την πρέζα από το Γιάννη. Και γελούσε. Και τα κατάφερε. Και σταμάτησε να παίρνει τηλέφωνα. Κλειδώθηκε μέσα στο σπίτι του στο Χολαργό με τη μάνα του και τη Γεωργία. Και μαζί με το πόδι τού κόπηκαν και τα γέλια.
Μάθαινα νέα του από γνωστούς γνωστών, διάβαζε για Proficiency, έκανε και κάτι ιδιαίτερα, έλεγε να δώσει στα γεράματα πανελλήνιες, κι έπαιρνε χάπια για την κατάθλιψη. Πολλά. Καλύτερα στην πρέζα, είπα τότε.
Και βγήκε μια μέρα απ' το σπίτι, πήγε για τσιγάρα, δεν ξέρω τι σκατά, με την πατερίτσα του τη μοντέρνα, τα ρούχα του τα καθαρά, κι άρχισε να διασχίζει τη Μεσογείων, κι έφτασε μέχρι το κέντρο, περπατώντας, δεν έπαιρνε λεωφορεία ο Γιάννης, ήταν μικροβιοφοβικός. Και κάπου εκεί, σε μια γωνία, του την έπεσε ένας από πίσω, του 'χωσε μια λεπίδα στο λαιμό, κι έβλεπε ο Γιάννης το αίμα του να τρέχει, να φτιάχνει σχήματα και σχέδια στο πεζοδρόμιο, στα ρούχα του φονιά του, στους γύρω τοίχους και έπιασε το σουρρεαλισμό της στιγμής, το αστείο. Και γέλασε.
Τον βρήκανε μετά από λίγο μέσα σε μια λίμνη αίματος κι ένα χαμόγελο μέχρι τ' αυτιά. Σα να κοιμόταν. Με τα μάτια ορθάνοιχτα.