31/12/22

Avant Gardening και διάφορα extreme sports του είδους


Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, αυτή η συνήθεια της "ανασκόπησης" δυσκολεύει ολοένα και περισσότερο. Σίγουρα όχι όσο η καθημερινή παρακολούθηση του τι συμβαίνει στο μουσικό οικοδόμημα, κάποιοι το κάνουν ακόμα, ανήκουστο. Ακούνε, εξετάζουνε, μελετάνε και τελικά κρίνουν και βάζουν κι ένα νούμερο από δίπλα. Τους συμπαθώ αυτούς λίγο περισσότερο από την υπόλοιπη ανθρωπότητα, αλήθεια. Και τους ζηλεύω λίγο, γι' αυτό και ακολουθεί η λίστα παρακάτω, μετά τις απολογίες.
Τα γράφω και τα ξαναγράφω, δεν είναι ότι έχω σταματήσει να έχω τον νου μου, μήπως και σκάσει κάτι που θα στείλει τα μυαλά μου στο μίξερ, σίγουρα υπάρχουν ένα - δύο που θα το κάνουν κάθε χρόνο, ξέρεις, που θα μείνουν. Απλά σε κάποια φάση θα πας και θα σκαλίσεις κάτι από το παρελθόν και θα σε ρουφήξει τελείως και θα αρχίσεις να αναθεωρείς για το ποια είναι τα γούστα σου τελικά. 

Είχα κατέβει Εξάρχεια, για παράδειγμα. Σάββατο βράδυ ήταν, είχε καλό καιρό και περπατούσα στα μαγαζιά. Σε αρκετά από αυτά, στα έξω τραπεζάκια, κάτι νεαρά είχαν κρεμάσει κιθάρες και μπουζούκια και παίζανε σμυρνέικα και ρεμπέτικα και τέτοια. Κοντοστάθηκα, άκουσα, προχώρησα. Μιλάμε για τρία τουλάχιστον. Περνάω μετά έξω από ένα κλαμποειδές, πορτιέρης στην είσοδο, από μέσα νομίζω ακουγόταν οι Talking Heads. Ε, δεδομένου του μπακράουντ, λιγότερο "εξαρχειώτικος" μου φάνηκε αυτός ο συνδυασμός εικόνας - ήχου, από τους ρεμπέτες του ντουνιά. Ο κόσμος αλλάζει όπως θέλουν οι νεότεροι, κατά πως φαίνεται και, στο μουσικό της υποθέσεως, πάει προς τα πίσω. Δεν με χαλάει.

Μέσα σε όλο αυτό τον χαμό μου τα σκάνε περισσότερο ηλεκτρικά ήχοι από μπεντίρ, ούτι, νέι, ταμπουρά, από κιθάρες που αλυχτάνε απειλώντας το ηλιοβασίλεμα, βαράνε στομάχι οι μπασάρες της reggae από τα '70s, περισσότερο από wire related μεταλλάδες (καλά, αυτοί νομίζω ποτέ δεν μου είχαν κάνει και πολλά). Εντάξει, punk, hardcore και τα σχετικά παραμένουν σταθερές αξίες, κι ας μου φαίνονται μεγαλύτεροι σε ηλικία (ναι, και από εμένα) πλέον οι 20τοσάχρονοι που εμμένουν σε αυτή τη σκηνή.

Τέλος πάντων, αναγνωρίζω ότι δεν είναι τρελά diverse η λίστα, εντούτοις ας δούμε τι έδωσε το 2022:

  1. Ho99o9 - Skin: Εκτιμώ ότι δεν χρειάζονται συστάσεις, αν κάποιος για κάποιο περίεργο λόγο συνεχίζει να μπαίνει εδώ μέσα, διάβαζε το προηγούμενο, αγοράζει το Lung ή έχει πετύχει τα παραληρήματά μου σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης κλπ., γιατί για μπύρα έξω λίγο δύσκολο, ε, εντάξει, ξέρει.
  2. Gaika - War Island: Ίδια φάση με το από πάνω. Δυσκολεύτηκα για ποιο θα κοσμεί την πρώτη θέση, αποτελούν αμφότερα πρότζεκτς τρελά κολλήματά μου. Σκεφτείτε το σαν διπλό Νο 1.
  3. Otoboke Beaver - Super Champon: Η τρίτη αρρώστια. Μάλλον έπρεπε να βάλω και το Live των The Armed και να κλείσω. Αυτά είναι τα καινούρια, παιδάκια, αυτά παρακολουθώ μετά μανίας, γεια σας. Αλλά όχι, πρέπει να καταχωρήσω κι άλλα κι άλλα κι άλλα.
  4. Drug Church - Hygiene: Ο Patrick Kindlon παραμένει ένας από τους μεγάλους ποιητές της γενιάς του, αλλά και από τους πιο ιδιαίτερους συγγραφείς στον χώρο των comics. Εδώ μου φαίνεται ότι έχει δουλέψει και τα της ερμηνείας του.
  5. Nurse of War - Ανάστασις Νεκρών: Ακόμα δεν; Πάτε καλά μωρέ; Εδώ λέμε.
  6. Al-Qasar - Who are we?: Τσέκαρα λόγω συμμετοχής Lee Ranaldo (όπου παίζει Sonic Youth πατάμε play, όλοι το ξέρουν, όλοι το κάνουν αυτό) αρχικά και μετά κόλλησα. Έχω σκαλώσει με το ούτι κιόλας κάμποσο καιρό, είδα ότι διασκευάζουν και το Barra Barra, τα λάιβ τους είναι συπέρμπ και είναι αβαντίλες, δεν έχουν την κιτσαρία από κάτι πολυδιαφημισθέντες με σαρίκια εντώ στο κχώρα μας
  7. Wet Leg - Wet Leg: Σε ένα δίκαιο κόσμο θα ήταν δίσκος της χρονιάς παντού. Αδιανόητο ότι το indie έχει ακόμα ενδιαφέρον και πράγματα να δώσει.
  8. Ken Mode - Null: Σ' αυτούς πάντα με ξενέρωναν τα φωνητικά για κάποιο λόγο. Κακά τα ψέματα, στο genre που με πίστη υπηρετούν ανέκαθεν τα λαρύγγια ήταν δευτερεύουσας σημασίας. Εδώ κάπως το έδεσαν το όλο πολύ καλά, με αποτέλεσμα να ακούγεται μόνο πάθος.
  9. City of Caterpillar - Mystic Sisters: Καλύτερο από τα παλιά τους, η ωριμότητα τους πάει
  10. Suede - Autofiction: Άρχισα να τον ακούω για πλάκα και μετά τη δέκατη φορά δεν ήταν πια αστείο. Δίσκος αντάξιος των πρώτων της "δεύτερης" περιόδου.
  11. Single Mothers - Everything you need: Μου αρέσουν γενικά ετούτοι, όχι όμως αρκετά ώστε να κάτσω να αφιερωθώ. Εκεί που ακούς μια χαρά πράγματα, σου πετάνε σούπερ κλισαρισμένες αλλαγές (κι εδώ υπάρχουν, εσάς λέω O-Zone, Baby Bird), τους φέρνει σβούρες όμως η ερμηνεία του τραγουδιστή. Ειλικρινής, κι αυτό αρκεί. Το δε Anytime, Anything είναι να βολτάρεις γύρω από τις λαμαρίνες της Πλατείας Εξαρχείων και να σε πνίγει η ματαιότητα.
  12. The Snuts - Burn the Empire: Είχα γράψει στο άλλο το μπλογκ, το καλό, μετέφερα το άρθρο αφού απόθανε, για το neo-grebo (δικό μου sub-genre, την κατανόησή σας) που παίζει στας Αγγλίας. Από τη μία έχεις τα χαμένα σπερματοζωάρια του Mark E. Smith, από την άλλη (σε μικρότερο, πολύ πολύ μικρότερο μέγεθος) ετούτους. Οι Snuts, λοιπόν, εντάσσονται στο ρεύμα και μου αρέσουν πολύ.
  13. Puce Mary - You must have been dreaming: To witchy number 13, δεν απογοητεύει ποτέ.
  14. Jon Spencer & the HITMakers - Spencer gets it lit: Δεν θα τον ξεπεράσω ποτέ ετούτον. Ούτε τα '90s κατά πως φαίνεται. Ανεξάρτητα όμως, το έργο είναι ο τίτλος του, ξεκάθαρα.
  15. Bad Breeding - Human Capital: Representing Punk as Fuck-ness επάξια
Δεν είναι μόνο αυτά. Δεν πρόλαβα να ακούσω καινούρια Green Pajamas, Fire! with Stephen O' Malley, Mark Stewart, να μελετήσω επαρκώς το νέο πόνημα των Soulside, το live των The Armed δεν μου κόλλαγε κι ας το έλιωσα. Δεν ξέρω που πάει ο χρόνος, αλήθεια. 


18/9/22

Εγώ κρασί δεν έπινα


Τον τελευταίο καιρό κατεγράφη το πρώτο μου burnout σε σχέση με τα καινούρια μουσικά. Αν, αγαπητέ αναγνώστη, που έβαλες κάποτε αυτό το μπλογκ στα feeds σου και ξέχασες να το αφαιρέσεις όταν τελείωσε, άρα ξαναπέφτεις πάνω του θες δε θες, αν, ξαναλέω, τυγχάνεις άνω των σαράντα, είναι πολύ πιθανό να έχεις βιώσει το ίδιο. Έλα, το ξέρεις το συναίσθημα, βλέπεις ότι βγαίνει κάτι, διαβάζεις περιγραφή και ναι, είσαι σχεδόν βέβαιος ότι θα σε ικανοποιήσει, αφού τοποθετείται σε ένα genre που έχεις λιώσει να ακολουθείς. Κατεβάζεις (σιγά μην αγοράσεις), ακούς και πάντα, μα πάντα, κάτι λείπει. Τα μπάσα είναι σωστά, ο ρυθμός τέλειος, οι κιθάρες (πόσο μα πόσο έχουν πεθάνει αυτές όμως) παντοδύναμες, αλλά μπα. Δεν. Δεν είναι, ρε παιδί μου. Στη μία εξαίρεση της χρονιάς κάνεις πάρτι και καθαιρείς από το βάθρο το μέχρι πρότινος Νούμερο Ούνο όλων των εποχών ξέρω 'γω.

Παρόλα αυτά το αίτημα για το fix εμμένει, η απαίτηση να είσαι εκεί όταν σκάσει το καινούριο, το διαφορετικό. Για ένα διάστημα μπορεί να χωθείς σε άλλες μορφές έκφρασης, εικαστικά, λογοτεχνία, όλα αυτά, πόσες εκθέσεις όμως να γυρίσεις, πόσες σελίδες να καταβροχθίσεις; Κακά τα ψέματα, αυτό που σου δίνει η μουσική, δύσκολα το βρίσκεις αλλού.

Κοιτάς τα live, στην post-COVID (γελάστε ελεύθερα) πραγματικότητα όμως, οι επιλογές των διοργανωτών περιορίζονται στα ασφαλή, ένα Viagra Boys δεν φέρνει την άνοιξη. Γυρνάς τις καταλήψεις, τα free events που σκάνε οπουδήποτε, το hip hop a.k.a. τσάμπα ψυχανάλυση έχει χωθεί τόσο πολύ σε όλα, που ακόμα κι αυτά τα καταντάει μια μάλλον βαρετή διαδικασία. Για ένα δε, είχα τραβηχτεί Πειραιά, έφαγα στη μάπα τρεις ώρες ραπάδες και ραπούδες που όταν βγήκαν τρία τυπάκια που έπαιζαν Oi Punk, αισθάνθηκα λες και έβαλα τα αυτιά μου μέσα σε πλυντήριο αυτοκινήτων για βιολογικό καθάρισμα. Δεν γίνεται έτσι δουλειά όμως.

Στις διακοπές μου σε νησί του Αιγαίου αποφάσισα να πάω σε όλα όσα γινόταν. Άκουσα από ρεμπέτικα, ηπειρώτικα, παραδοσιακά και λοιπά, μέχρι κλασσική μουσική. Τραγούδια που ήξερα και δεν ήξερα. Παιγμένα από ραστομαλλούδικα και σκουλαρικιασμένα τυπάκια, τις περισσότερες φορές χωρίς μικρόφωνα, γούσταραν βαθιά αυτό που έκαναν, μου έκανε εντύπωση. Είχανε βάλει τη δική τους προσέγγιση στην εκάστοτε σύνθεση. 

Επιστροφή στην Αθήνα, ανελέητο σκρολλάρισμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και να σου ένα δριμύτατο κατηγορώ προς όλους αυτούς, πως οι γλεντζέδες (όχι οι της κλασσικής) καπέλωσαν τους αγώνες της Αριστεράς και του Αναρχισμού, λες και στις συλλογικές κουζίνες έπρεπε να παίζει μόνο harsh noise για να επιτυγχάνεται το επιθυμητό "επίπεδο" και το reaching out στις ντόπιες κενωνίες. Δηλαδή αν ακούσει θλιβερό μετά-πανκ, το ΧΨ γειτονάκι θα παρατήσει ό,τι κάνει και θα φέρει τη σαλάτα του να τη μοιραστεί με τους παρευρισκόμενους και στηρίζοντες τον αυτοδιαχειριζόμενο χώρο της περιοχής. Ας σοβαρευτούμε λίγο οι ελιτιστές των χώρων και των τεχνών, κακό δεν θα μας κάνει.

Πίσω στα αυτοαναφορικά όμως. Δεδομένου ότι από τα ευρωπαϊκά και τα αμερικάνικα δεν μου έβγαινε η παραμικρή ικανοποίηση από τα σημερινά, έπιασα τον εαυτό μου να αναζητά το weirdness σε συνθέσεις ενός αιώνα πριν, παιγμένες από μουσικούς του σήμερα. Δεν το έβρισκα πάντα, εντούτοις όποτε το πετύχαινα, το απολάμβανα αρκετά. Δεν μιλάω για καταστάσεις τύπου Villagers of Ioannina City, τα παιδιά ορθώς πράττουν αυτό που υποστηρίζουν, έχει την πλάκα του, θα τους το δώσω αυτό, αλλά δεν γεμίζει το κενό. Εντούτοις, κάτι ούτια, κάτι λύρες, κάτι ταμπουράδες, με τις περίεργες κλίμακές τους, είχαν καλύτερα αποτελέσματα. Βάλε σε όλο αυτό ότι οι περισσότεροι εξ' αυτών δισκογραφικά δεν υπάρχουν, το εγχείρημα εν τέλει έχει ένα αρκετά γοητευτικό εφήμερο, ένα τώρα είναι, αν το προλάβεις έχει καλώς. Θα το δεις στο youtube, σε μια ομάδα στο facebook, θα είναι ένα βίντεο τραβηγμένο από μη επαγγελματία, ένα mp3 ανεβασμένο με χαμηλή ανάλυση. Κι εσύ θα πρέπει να δουλέψεις αυτάκι και να σκαλίσεις, και να εντοπίσεις το αξιόλογο.

Συνοψίζοντας, σκαλίζοντας τη φάση, αντιλαμβάνεσαι ότι υφίσταται δίπλα σου ένα αρκετά προσβάσιμο underground, το οποίο ουδόλως το ενδιαφέρει αν το γουστάρεις ή όχι. How punk is that? Νομίζω πολύ.     


8/1/22

Utopia Avenue

Δεν ξέρω πόσα βιβλία έχω διαβάσει για μπάντες, μουσικούς, ρεύματα, σκηνές. Δεν είναι πολλά πάντως, αλλά ούτε και λίγα. Ο πειρασμός να τοποθετηθεί μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο μία φανταστική ομάδα ατόμων που θα συγχρωτίζεται με ό,τι συμβαίνει τη δεδομένη στιγμή, ήταν - και είναι - μεγάλος. Ο David Mitchell στο Utopia Avenue προσπαθεί να κάνει ακριβώς αυτό, εφευρίσκει κάποιες προσωπικότητες και τις βάζει να συναναστραφούν υπαρκτές, με πηγές από διηγήσεις άλλων, βίντεο στο youtube κ.α. 

Να ξεκαθαρίσω εδώ ότι το βιβλίο μου άρεσε (οφείλεται αρκετά και στην πολύ καλή μετάφραση της Μαρίας Ξυλούρη), ήταν σε αρκετές στιγμές διασκεδαστικό, οι χαρακτήρες, αν και μερικές φορές στερεοτυπικοί, κολλούσαν με την εποχή τους, κάποιες φορές ενδιαφέροντες, άλλες βαρετοί. Το θέμα όμως είναι το πείραμα.

Έχοντας δουλέψει με κάμποσες μπάντες, ο Mitchell δεν με έπεισε ότι γνωρίζει πως ακριβώς λειτουργεί η διαδικασία της σύνθεσης, εντούτοις δεν μπορώ να αποκλείσω ότι κάπου στον πλανήτη, κάποιοι δημιουργούν με παρόμοιο τρόπο. Ούτε ότι αποκλείεται μια εμφανώς prefabricated μπάντα να φτιάξει ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των μελών που την απαρτίζουν. Πάντως συμπεριφορές εμμονικές, όπως π.χ. η επιμονή να κυκλοφορήσει το τραγούδι του ενός ή του άλλου, το ζάρι να παίρνει αποφάσεις, εντάξει, προμηνύουν ότι ένα οποιοδήποτε σύνολο, δε θα έχει διάρκεια.

Η πρώτη πραγματική ξενέρα όμως, μου έσκασε όταν κάποιο από τα μέλη της πετάει στο κοινό μια ατάκα. Την είχα εντοπίσει σε βίντεο του Bowie, όπου διηγείται την πρώτη του εμπειρία με τους Stones. Βρίσκεται εύκολα, δε θέλω να βάλω λινκ. Να δανειστείς κάτι τόσο δυνατό, αστείο, ίσως γελοίο, αλλά απόλυτα ταιριαστό με το πνεύμα της εποχής του και να το χαρίσεις σε ένα στην καλύτερη ανεμικό χαρακτήρα, ε, μου φάνηκε κάπως.  

Τα πλάσματα της φαντασίας συνεχίζουν να μπλέκονται με τους πραγματικούς μύθους, οι δεύτεροι όμως, οι υπαρκτοί, από ένα σημείο και μετά αποτελούν μόνο πτυχές των προσωπικοτήτων τους, της πραγματικότητάς τους. Σαν παράταιρα πιόνια σε μια σκακιέρα, αδύνατο να επηρεάσουν την τελική έκβαση, η δε τελευταία τυγχάνει αρκετά συγκινητική. 

Συνοψίζοντας, το όλο μοιάζει σαν μια ευκαιρία, όχι χαμένη στο σύνολό της, αλλά που είχε τόσα περισσότερα να δώσει σε ουσιαστικό επίπεδο. Ίσως η μελέτη μερικών βιογραφιών, που να 'χουν συντάξει μουσικοί όμως, να βοηθούσε.