6/3/23

I wanna make movies, Heather

Ο θάνατος του εντύπου θα έπρεπε να έχει αφήσει τα πανκ zines ανεπηρέαστα. Γιατί; Γιατί πολύ απλά είναι τόσο βραχύβια η διάρκεια των συγκροτημάτων που συνήθως καλύπτονται στις σελίδες τους, ώστε να υπάρχει κάτι να αφήνει το ίχνος τους στο πέρασμα του χρόνου. Δεν αρκεί μια ιστοσελίδα, μια δημοσίευση μιας κριτικής σε ένα blog. Θέλει κάτι πιο μόνιμο. Θέλει χαρτί, γραμματοσειρά λες και έχει βγει από γραφομηχανή, άσπρο, μαύρο, γκρι. Θέλει να αποτυπωθεί κάπου, ιδανικά πριν εξαφανιστεί. Να χωθεί μετά σε μια βιβλιοθήκη, μέχρι ο ιδιοκτήτης της να χρειαστεί να ανατρέξει και να ανακαλύψει εκ νέου. Αυτό είναι το σωστό. Να σιγουρευτεί ότι δεν έχασε κάτι σημαντικό, όσο λίγο και να διήρκεσε αυτό.

Παίζανε κάτι ανακοινώσεις της καταπληκτικής Μούντζας, όλο απειλούσε ότι θα έβγαζε καινούριο τεύχος, άργησε όμως τόσο να βγει, που οι μπάντες που είχανε συνεντευξιάσει το είχανε διαλύσει μέχρι να πάει τυπογραφείο. Τελικά σταμάτησε κι αυτή. Λείπει ένα καλό πανκ ζιν. Λείπει κι ένα κακό βασικά, ένα οποιοδήποτε. Σε μια σκηνή μάλιστα που βράζει

Σ' ετούτο το ταινιάκι διάρκειας περί των τριών ωρών, με τους Green Day στην καρέκλα του παραγωγού (αλλά ας μην μας αποθαρρύνει αυτό), γίνεται αναφορά στο 924 της οδού Gilman, ένα χώρο στημένο με κόπο (και) από τον ιθύνοντα υπερνού πίσω από το Maximum Rock'n'Roll, ένα χώρο συνάντησης των πραγματικά βασανισμένων από την όποια μορφή είχε η κοινωνία τότε ή και σήμερα ακόμα. Οι φανζινάδες ήταν εξίσου σημαντικοί με τους μουσικούς, κατέγραφαν τα όσα συνέβαιναν, έφερναν τα προθυμότερα των αυτιών στις - όπως αποδείχτηκε μετέπειτα - ξεχωριστές μπάντες, επικοινωνούσαν το είναι τους μέσα από φωτοτυπημένες σελίδες, άθλια σκίτσα και ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Συνεισέφεραν στο αίσθημα "κοινότητας" στο συγκεκριμένο μέρος, αλλά και αλλού. Στη σκηνή.

Δεν είναι "ρομαντικοποίηση" μιας εποχής όλο αυτό, η χαρακτηριστικότερη των αγωνιών του μέσου νεανία είναι το να ανήκει κάπου. Έτσι αισθάνεται ασφάλεια, ότι κάνει κάτι σοβαρό, ότι βρίσκεται κάπου όπου τον δέχονται όπως είναι τη δεδομένη στιγμή της ζωής του. Δεν γίνεται αυτό όταν κινδυνεύεις να φας βρωμόξυλο από ένα τεράστιο τύπο που έτυχε να πιει μια μπύρα παραπάνω, όταν για να πλερώσεις το μαγικό εισιτήριο για να δεις την αγαπημένη σου μπάντα σημαίνει ότι θα πρέπει πρώτα να πείσεις τον κηδεμόνα σου να σου παραχωρήσει δύο ή και τρία από τα μεροκάματά του. Το "all ages" εφεύρημα ήταν εξαιρετικό. Ο αποκλεισμός ρατσισμού, φασισμού, ομοφοβίας και γενικά μαλακισμένων στάσεων ζωής σωτήριος. Με τα ψιλά για το σχολικό διάλειμμα μπορούσες να βιώσεις τέχνη, προχωρημένες ιδέες, περίεργα κουρέματα.

Κι εδώ σκάει η μαγεία του όλου εγχειρήματος. Οι μουσικοί δημιουργούν χωρίς να ελπίζουν πουθενά, οι παριστάμενοι κολλάνε βλέποντας κάτι μοναδικό, που την επόμενη στιγμή μπορεί να μην υπάρχει πια. Λείπουν μόνο οι ιστορικοί αυτού του πάρα πολύ σύντομου σήμερα.

 

31/12/22

Avant Gardening και διάφορα extreme sports του είδους


Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, αυτή η συνήθεια της "ανασκόπησης" δυσκολεύει ολοένα και περισσότερο. Σίγουρα όχι όσο η καθημερινή παρακολούθηση του τι συμβαίνει στο μουσικό οικοδόμημα, κάποιοι το κάνουν ακόμα, ανήκουστο. Ακούνε, εξετάζουνε, μελετάνε και τελικά κρίνουν και βάζουν κι ένα νούμερο από δίπλα. Τους συμπαθώ αυτούς λίγο περισσότερο από την υπόλοιπη ανθρωπότητα, αλήθεια. Και τους ζηλεύω λίγο, γι' αυτό και ακολουθεί η λίστα παρακάτω, μετά τις απολογίες.

Τα γράφω και τα ξαναγράφω, δεν είναι ότι έχω σταματήσει να έχω τον νου μου, μήπως και σκάσει κάτι που θα στείλει τα μυαλά μου στο μίξερ, σίγουρα υπάρχουν ένα - δύο που θα το κάνουν κάθε χρόνο, ξέρεις, που θα μείνουν. Απλά σε κάποια φάση θα πας και θα σκαλίσεις κάτι από το παρελθόν και θα σε ρουφήξει τελείως και θα αρχίσεις να αναθεωρείς για το ποια είναι τα γούστα σου τελικά. 

Είχα κατέβει Εξάρχεια, για παράδειγμα. Σάββατο βράδυ ήταν, είχε καλό καιρό και περπατούσα στα μαγαζιά. Σε αρκετά από αυτά, στα έξω τραπεζάκια, κάτι νεαρά είχαν κρεμάσει κιθάρες και μπουζούκια και παίζανε σμυρνέικα και ρεμπέτικα και τέτοια. Κοντοστάθηκα, άκουσα, προχώρησα. Μιλάμε για τρία τουλάχιστον. Περνάω μετά έξω από ένα κλαμποειδές, πορτιέρης στην είσοδο, από μέσα νομίζω ακουγόταν οι Talking Heads. Ε, δεδομένου του μπακράουντ, λιγότερο "εξαρχειώτικος" μου φάνηκε αυτός ο συνδυασμός εικόνας - ήχου, από τους ρεμπέτες του ντουνιά. Ο κόσμος αλλάζει όπως θέλουν οι νεότεροι, κατά πως φαίνεται και, στο μουσικό της υποθέσεως, πάει προς τα πίσω. Δεν με χαλάει.

Μέσα σε όλο αυτό τον χαμό μου τα σκάνε περισσότερο ηλεκτρικά ήχοι από μπεντίρ, ούτι, νέι, ταμπουρά, από κιθάρες που αλυχτάνε απειλώντας το ηλιοβασίλεμα, βαράνε στομάχι οι μπασάρες της reggae από τα '70s, περισσότερο από wire related μεταλλάδες (καλά, αυτοί νομίζω ποτέ δεν μου είχαν κάνει και πολλά). Εντάξει, punk, hardcore και τα σχετικά παραμένουν σταθερές αξίες, κι ας μου φαίνονται μεγαλύτεροι σε ηλικία (ναι, και από εμένα) πλέον οι 20τοσάχρονοι που εμμένουν σε αυτή τη σκηνή.

Τέλος πάντων, αναγνωρίζω ότι δεν είναι τρελά diverse η λίστα, εντούτοις ας δούμε τι έδωσε το 2022:

  1. Ho99o9 - Skin: Εκτιμώ ότι δεν χρειάζονται συστάσεις, αν κάποιος για κάποιο περίεργο λόγο συνεχίζει να μπαίνει εδώ μέσα, διάβαζε το προηγούμενο, αγοράζει το Lung ή έχει πετύχει τα παραληρήματά μου σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης κλπ., γιατί για μπύρα έξω λίγο δύσκολο, ε, εντάξει, ξέρει.
  2. Gaika - War Island: Ίδια φάση με το από πάνω. Δυσκολεύτηκα για ποιο θα κοσμεί την πρώτη θέση, αποτελούν αμφότερα πρότζεκτς τρελά κολλήματά μου. Σκεφτείτε το σαν διπλό Νο 1.
  3. Otoboke Beaver - Super Champon: Η τρίτη αρρώστια. Μάλλον έπρεπε να βάλω και το Live των The Armed και να κλείσω. Αυτά είναι τα καινούρια, παιδάκια, αυτά παρακολουθώ μετά μανίας, γεια σας. Αλλά όχι, πρέπει να καταχωρήσω κι άλλα κι άλλα κι άλλα.
  4. Drug Church - Hygiene: Ο Patrick Kindlon παραμένει ένας από τους μεγάλους ποιητές της γενιάς του, αλλά και από τους πιο ιδιαίτερους συγγραφείς στον χώρο των comics. Εδώ μου φαίνεται ότι έχει δουλέψει και τα της ερμηνείας του.
  5. Nurse of War - Ανάστασις Νεκρών: Ακόμα δεν; Πάτε καλά μωρέ; Εδώ λέμε.
  6. Al-Qasar - Who are we?: Τσέκαρα λόγω συμμετοχής Lee Ranaldo (όπου παίζει Sonic Youth πατάμε play, όλοι το ξέρουν, όλοι το κάνουν αυτό) αρχικά και μετά κόλλησα. Έχω σκαλώσει με το ούτι κιόλας κάμποσο καιρό, είδα ότι διασκευάζουν και το Barra Barra, τα λάιβ τους είναι συπέρμπ και είναι αβαντίλες, δεν έχουν την κιτσαρία από κάτι πολυδιαφημισθέντες με σαρίκια εντώ στο κχώρα μας
  7. Wet Leg - Wet Leg: Σε ένα δίκαιο κόσμο θα ήταν δίσκος της χρονιάς παντού. Αδιανόητο ότι το indie έχει ακόμα ενδιαφέρον και πράγματα να δώσει.
  8. Ken Mode - Null: Σ' αυτούς πάντα με ξενέρωναν τα φωνητικά για κάποιο λόγο. Κακά τα ψέματα, στο genre που με πίστη υπηρετούν ανέκαθεν τα λαρύγγια ήταν δευτερεύουσας σημασίας. Εδώ κάπως το έδεσαν το όλο πολύ καλά, με αποτέλεσμα να ακούγεται μόνο πάθος.
  9. City of Caterpillar - Mystic Sisters: Καλύτερο από τα παλιά τους, η ωριμότητα τους πάει
  10. Suede - Autofiction: Άρχισα να τον ακούω για πλάκα και μετά τη δέκατη φορά δεν ήταν πια αστείο. Δίσκος αντάξιος των πρώτων της "δεύτερης" περιόδου.
  11. Single Mothers - Everything you need: Μου αρέσουν γενικά ετούτοι, όχι όμως αρκετά ώστε να κάτσω να αφιερωθώ. Εκεί που ακούς μια χαρά πράγματα, σου πετάνε σούπερ κλισαρισμένες αλλαγές (κι εδώ υπάρχουν, εσάς λέω O-Zone, Baby Bird), τους φέρνει σβούρες όμως η ερμηνεία του τραγουδιστή. Ειλικρινής, κι αυτό αρκεί. Το δε Anytime, Anything είναι να βολτάρεις γύρω από τις λαμαρίνες της Πλατείας Εξαρχείων και να σε πνίγει η ματαιότητα.
  12. The Snuts - Burn the Empire: Είχα γράψει στο άλλο το μπλογκ, το καλό, μετέφερα το άρθρο αφού απόθανε, για το neo-grebo (δικό μου sub-genre, την κατανόησή σας) που παίζει στας Αγγλίας. Από τη μία έχεις τα χαμένα σπερματοζωάρια του Mark E. Smith, από την άλλη (σε μικρότερο, πολύ πολύ μικρότερο μέγεθος) ετούτους. Οι Snuts, λοιπόν, εντάσσονται στο ρεύμα και μου αρέσουν πολύ.
  13. Puce Mary - You must have been dreaming: To witchy number 13, δεν απογοητεύει ποτέ.
  14. Jon Spencer & the HITMakers - Spencer gets it lit: Δεν θα τον ξεπεράσω ποτέ ετούτον. Ούτε τα '90s κατά πως φαίνεται. Ανεξάρτητα όμως, το έργο είναι ο τίτλος του, ξεκάθαρα.
  15. Bad Breeding - Human Capital: Representing Punk as Fuck-ness επάξια
Δεν είναι μόνο αυτά. Δεν πρόλαβα να ακούσω καινούρια Green Pajamas, Fire! with Stephen O' Malley, Mark Stewart, να μελετήσω επαρκώς το νέο πόνημα των Soulside, το live των The Armed δεν μου κόλλαγε κι ας το έλιωσα. Δεν ξέρω που πάει ο χρόνος, αλήθεια. 


18/9/22

Εγώ κρασί δεν έπινα


Τον τελευταίο καιρό κατεγράφη το πρώτο μου burnout σε σχέση με τα καινούρια μουσικά. Αν, αγαπητέ αναγνώστη, που έβαλες κάποτε αυτό το μπλογκ στα feeds σου και ξέχασες να το αφαιρέσεις όταν τελείωσε, άρα ξαναπέφτεις πάνω του θες δε θες, αν, ξαναλέω, τυγχάνεις άνω των σαράντα, είναι πολύ πιθανό να έχεις βιώσει το ίδιο. Έλα, το ξέρεις το συναίσθημα, βλέπεις ότι βγαίνει κάτι, διαβάζεις περιγραφή και ναι, είσαι σχεδόν βέβαιος ότι θα σε ικανοποιήσει, αφού τοποθετείται σε ένα genre που έχεις λιώσει να ακολουθείς. Κατεβάζεις (σιγά μην αγοράσεις), ακούς και πάντα, μα πάντα, κάτι λείπει. Τα μπάσα είναι σωστά, ο ρυθμός τέλειος, οι κιθάρες (πόσο μα πόσο έχουν πεθάνει αυτές όμως) παντοδύναμες, αλλά μπα. Δεν. Δεν είναι, ρε παιδί μου. Στη μία εξαίρεση της χρονιάς κάνεις πάρτι και καθαιρείς από το βάθρο το μέχρι πρότινος Νούμερο Ούνο όλων των εποχών ξέρω 'γω.

Παρόλα αυτά το αίτημα για το fix εμμένει, η απαίτηση να είσαι εκεί όταν σκάσει το καινούριο, το διαφορετικό. Για ένα διάστημα μπορεί να χωθείς σε άλλες μορφές έκφρασης, εικαστικά, λογοτεχνία, όλα αυτά, πόσες εκθέσεις όμως να γυρίσεις, πόσες σελίδες να καταβροχθίσεις; Κακά τα ψέματα, αυτό που σου δίνει η μουσική, δύσκολα το βρίσκεις αλλού.

Κοιτάς τα live, στην post-COVID (γελάστε ελεύθερα) πραγματικότητα όμως, οι επιλογές των διοργανωτών περιορίζονται στα ασφαλή, ένα Viagra Boys δεν φέρνει την άνοιξη. Γυρνάς τις καταλήψεις, τα free events που σκάνε οπουδήποτε, το hip hop a.k.a. τσάμπα ψυχανάλυση έχει χωθεί τόσο πολύ σε όλα, που ακόμα κι αυτά τα καταντάει μια μάλλον βαρετή διαδικασία. Για ένα δε, είχα τραβηχτεί Πειραιά, έφαγα στη μάπα τρεις ώρες ραπάδες και ραπούδες που όταν βγήκαν τρία τυπάκια που έπαιζαν Oi Punk, αισθάνθηκα λες και έβαλα τα αυτιά μου μέσα σε πλυντήριο αυτοκινήτων για βιολογικό καθάρισμα. Δεν γίνεται έτσι δουλειά όμως.

Στις διακοπές μου σε νησί του Αιγαίου αποφάσισα να πάω σε όλα όσα γινόταν. Άκουσα από ρεμπέτικα, ηπειρώτικα, παραδοσιακά και λοιπά, μέχρι κλασσική μουσική. Τραγούδια που ήξερα και δεν ήξερα. Παιγμένα από ραστομαλλούδικα και σκουλαρικιασμένα τυπάκια, τις περισσότερες φορές χωρίς μικρόφωνα, γούσταραν βαθιά αυτό που έκαναν, μου έκανε εντύπωση. Είχανε βάλει τη δική τους προσέγγιση στην εκάστοτε σύνθεση. 

Επιστροφή στην Αθήνα, ανελέητο σκρολλάρισμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και να σου ένα δριμύτατο κατηγορώ προς όλους αυτούς, πως οι γλεντζέδες (όχι οι της κλασσικής) καπέλωσαν τους αγώνες της Αριστεράς και του Αναρχισμού, λες και στις συλλογικές κουζίνες έπρεπε να παίζει μόνο harsh noise για να επιτυγχάνεται το επιθυμητό "επίπεδο" και το reaching out στις ντόπιες κενωνίες. Δηλαδή αν ακούσει θλιβερό μετά-πανκ, το ΧΨ γειτονάκι θα παρατήσει ό,τι κάνει και θα φέρει τη σαλάτα του να τη μοιραστεί με τους παρευρισκόμενους και στηρίζοντες τον αυτοδιαχειριζόμενο χώρο της περιοχής. Ας σοβαρευτούμε λίγο οι ελιτιστές των χώρων και των τεχνών, κακό δεν θα μας κάνει.

Πίσω στα αυτοαναφορικά όμως. Δεδομένου ότι από τα ευρωπαϊκά και τα αμερικάνικα δεν μου έβγαινε η παραμικρή ικανοποίηση από τα σημερινά, έπιασα τον εαυτό μου να αναζητά το weirdness σε συνθέσεις ενός αιώνα πριν, παιγμένες από μουσικούς του σήμερα. Δεν το έβρισκα πάντα, εντούτοις όποτε το πετύχαινα, το απολάμβανα αρκετά. Δεν μιλάω για καταστάσεις τύπου Villagers of Ioannina City, τα παιδιά ορθώς πράττουν αυτό που υποστηρίζουν, έχει την πλάκα του, θα τους το δώσω αυτό, αλλά δεν γεμίζει το κενό. Εντούτοις, κάτι ούτια, κάτι λύρες, κάτι ταμπουράδες, με τις περίεργες κλίμακές τους, είχαν καλύτερα αποτελέσματα. Βάλε σε όλο αυτό ότι οι περισσότεροι εξ' αυτών δισκογραφικά δεν υπάρχουν, το εγχείρημα εν τέλει έχει ένα αρκετά γοητευτικό εφήμερο, ένα τώρα είναι, αν το προλάβεις έχει καλώς. Θα το δεις στο youtube, σε μια ομάδα στο facebook, θα είναι ένα βίντεο τραβηγμένο από μη επαγγελματία, ένα mp3 ανεβασμένο με χαμηλή ανάλυση. Κι εσύ θα πρέπει να δουλέψεις αυτάκι και να σκαλίσεις, και να εντοπίσεις το αξιόλογο.

Συνοψίζοντας, σκαλίζοντας τη φάση, αντιλαμβάνεσαι ότι υφίσταται δίπλα σου ένα αρκετά προσβάσιμο underground, το οποίο ουδόλως το ενδιαφέρει αν το γουστάρεις ή όχι. How punk is that? Νομίζω πολύ.     


8/1/22

Utopia Avenue

Δεν ξέρω πόσα βιβλία έχω διαβάσει για μπάντες, μουσικούς, ρεύματα, σκηνές. Δεν είναι πολλά πάντως, αλλά ούτε και λίγα. Ο πειρασμός να τοποθετηθεί μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο μία φανταστική ομάδα ατόμων που θα συγχρωτίζεται με ό,τι συμβαίνει τη δεδομένη στιγμή, ήταν - και είναι - μεγάλος. Ο David Mitchell στο Utopia Avenue προσπαθεί να κάνει ακριβώς αυτό, εφευρίσκει κάποιες προσωπικότητες και τις βάζει να συναναστραφούν υπαρκτές, με πηγές από διηγήσεις άλλων, βίντεο στο youtube κ.α. 

Να ξεκαθαρίσω εδώ ότι το βιβλίο μου άρεσε (οφείλεται αρκετά και στην πολύ καλή μετάφραση της Μαρίας Ξυλούρη), ήταν σε αρκετές στιγμές διασκεδαστικό, οι χαρακτήρες, αν και μερικές φορές στερεοτυπικοί, κολλούσαν με την εποχή τους, κάποιες φορές ενδιαφέροντες, άλλες βαρετοί. Το θέμα όμως είναι το πείραμα.

Έχοντας δουλέψει με κάμποσες μπάντες, ο Mitchell δεν με έπεισε ότι γνωρίζει πως ακριβώς λειτουργεί η διαδικασία της σύνθεσης, εντούτοις δεν μπορώ να αποκλείσω ότι κάπου στον πλανήτη, κάποιοι δημιουργούν με παρόμοιο τρόπο. Ούτε ότι αποκλείεται μια εμφανώς prefabricated μπάντα να φτιάξει ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των μελών που την απαρτίζουν. Πάντως συμπεριφορές εμμονικές, όπως π.χ. η επιμονή να κυκλοφορήσει το τραγούδι του ενός ή του άλλου, το ζάρι να παίρνει αποφάσεις, εντάξει, προμηνύουν ότι ένα οποιοδήποτε σύνολο, δε θα έχει διάρκεια.

Η πρώτη πραγματική ξενέρα όμως, μου έσκασε όταν κάποιο από τα μέλη της πετάει στο κοινό μια ατάκα. Την είχα εντοπίσει σε βίντεο του Bowie, όπου διηγείται την πρώτη του εμπειρία με τους Stones. Βρίσκεται εύκολα, δε θέλω να βάλω λινκ. Να δανειστείς κάτι τόσο δυνατό, αστείο, ίσως γελοίο, αλλά απόλυτα ταιριαστό με το πνεύμα της εποχής του και να το χαρίσεις σε ένα στην καλύτερη ανεμικό χαρακτήρα, ε, μου φάνηκε κάπως.  

Τα πλάσματα της φαντασίας συνεχίζουν να μπλέκονται με τους πραγματικούς μύθους, οι δεύτεροι όμως, οι υπαρκτοί, από ένα σημείο και μετά αποτελούν μόνο πτυχές των προσωπικοτήτων τους, της πραγματικότητάς τους. Σαν παράταιρα πιόνια σε μια σκακιέρα, αδύνατο να επηρεάσουν την τελική έκβαση, η δε τελευταία τυγχάνει αρκετά συγκινητική. 

Συνοψίζοντας, το όλο μοιάζει σαν μια ευκαιρία, όχι χαμένη στο σύνολό της, αλλά που είχε τόσα περισσότερα να δώσει σε ουσιαστικό επίπεδο. Ίσως η μελέτη μερικών βιογραφιών, που να 'χουν συντάξει μουσικοί όμως, να βοηθούσε.

31/12/21

Everybody Knows that I am Great


Ο τίτλος έχει σαν σκοπό να παραπέμψει σε κομμάτι από τον σούπερ τέλειο φετινό δίσκο των The Armed, δεν είναι ομολογία υπεροχής ή δεν ξέρω 'γω τι. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων αυτό. Τέλος πάντων. Φτάσαμε κακήν κακώς στο τέλος και αυτής της απαράδεκτης χρονιάς, ελπίζοντας απλά να τη βγάλουμε την επόμενη. Τραγικό; Σαφώς. Εντελώς ψυχαναγκαστικά, λοιπόν, οι καλύτεροι δίσκοι, με πλήρη επίγνωση του αντίκτυπου που μπορεί να έχει η ακόλουθη δήλωση και με (σχολαστικά πλυμένο) χέρι στην καρδιγιά, έχουν ως εξής:

  1. The Armed: Ultrapop
  2. Ho99o9: Territory - Turf Talk Vol. 1
  3. Tyler the Creator: Call Me If You Get Lost 

25/11/21

My Luck ran out in the land of plenty

 (Ετούτο το είχα γράψει για το Lung προ αμνημονεύτων, αλλά δεν έλαχε δημοσίευσης. Είναι και μεγαλούτσικο. Τέλος πάντων, είναι μια συρραφή γεγονότων που αποδεικνύει πως μερικές φορές η κακή δημοσιότητα δεν είναι και τόσο καλή δημοσιότητα. Here Goes)


Ήταν μια ωραία μέρα του 2016 όταν η άλλη από τις υπερηρωίδες του Riot Grrrl κινήματος έκανε μια καινούρια Post Punk μπάντα, με εξαιρετικές συνθέσεις, στίχους στα γνωστά και πάντα ενδιαφέροντα, εξαιρετικούς συνεργάτες, μία δεύτερη τραγουδίστρια – χορογράφο και ανακοίνωσε το ντεμπούτο τους. Χρειάστηκαν μόνο λίγες μέρες και μια θεωρεία συνομωσίας βγαλμένη από τα τρίσβαθα της – φαινομενικά απύθμενης – αμερικάνικης βλακείας της προ-Trump εποχής και οι απίστευτες δυνατότητες του διαδικτύου στη διάδοση ψευδών ειδήσεων, για να καταστραφούν όλα.

Αν ζούσες στις Ε.Π.Α. το 1991 και ας πούμε σε ενδιέφερε το πανκ, ήταν πολύ πιθανό να έσκαγες σε κανένα υπόγειο να δεις τους Melvins και προ της εμφανίσεώς τους, να καταλάμβανε τη σκηνή ένα σχήμα, με μία κάπως όχι και τόσο HxC frontwoman, με πολύ γλυκούλικα φορεματάκια και τεράστια κοκάλινα γυαλιά. Πριν τελειώσουν το σετ τους καν, ενδεχομένως να είχες ξεχάσει το λόγο που σε έφερε εκεί μέσα. Ιδίως αν ήσουν κορίτσι.

Η Allison Wolfe ήταν η τραγουδίστρια των Bratmobile, μίας από τις πρώτες μπάντες/σημαίες του Riot Grrrl κινήματος. Μικρή η διάρκειά τους, μικρή σε ποσότητα και η παραγωγή τους, αλλά ο αντίκτυπος σε όλα όσα ακολούθησαν, ήταν δυσανάλογα μεγαλύτερος των προαναφερθέντων.

Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα ανακοινώνεται η δημιουργία των Sex Stains και η κυκλοφορία του ομώνυμου ντεμπούτο τους. Καθήκοντα στα φωνητικά έχουν αναλάβει, πλην της προαναφερθείσας και μία χορογράφος, η Mecca Vazie Andrews. Το κουιντέτο συμπληρώνουν κάτι αρσενικοί στους γνωστούς ρόλους, κιθάρα, μπάσο και ντραμς. Το αποτέλεσμα είναι έντονο. Αρκούντως μελωδικό, αλλά και ακραίο. Πανκ εν ολίγοις. Οι στίχοι είναι εξαιρετικοί. Η μπάντα ξεκινάει εμφανίσεις παντού. Η ανταπόκριση είναι αρκετά μεγάλη, δεδομένων των ετών της τεράστιας προσφοράς πληροφορίας και ήχου. Μία εκ των εμφανίσεων γίνεται στο Comet Ping Pong, μια πιτσαρία στην πρωτεύουσα. Κι εκεί κάπου το πράγμα μπερδεύτηκε. Επισημαίνεται εδώ, τα ανωτέρω και όσα ακολουθούν, λαμβάνουν χώρα στις Ε.Π.Α., το έτος 2016, λίγο πριν τις εκλογές που χάρισαν στην υφήλιο ένα Πλανητάρχη βγαλμένο από τις σκοτεινότερες γωνίες της φαντασίας συγγραφέων του 2000AD.

Το Comet Ping Pong, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, έφτιαχνε πίτσες και οργάνωνε και live από punk μπάντες κατά κύριο λόγο και με την ευρεία έννοια του όρου. Μεταξύ αυτών ήταν οι/η U.S. Girls, οι No Age, οι Guerilla Toss, η Alice Bag, ακόμα κι ο Calvin Johnson με κάτι φίλους του. Επίσης, από το όνομα μπορεί κάποιος να το αντιληφθεί, είχε (έχει) και τραπέζια για Πινγκ Πονγκ. Πήγαιναν γονείς με τα παιδιά και περνούσαν τέλεια, έτσι λέγεται τουλάχιστον. Μέχρι να το επισκεφτούν μέλη της alt-right αηδίας. Για κάποιο λόγο, αμέσως μετά, ξεκίνησαν μία συζήτηση στο 4chan, η οποία μεταφέρθηκε τάχιστα στο twitter, το facebook, παντού τέλος πάντων, γι’ αυτή τους την – υποτιθέμενη -  επίσκεψη. Κατά τη διάρκεια της οποίας κατάφεραν – μεταξύ άλλων – να αποκαλύψουν ότι το αρκετά δημοφιλές ως προορισμός εστιατόριο δεν ήταν παρά μια βιτρίνα ενός σκοτεινού δικτύου εμπορίας σαρκός και συγκεκριμένα αρκετά νεαράς. Πίσω απ’ όλο αυτό, εκτός του ιδιοκτήτη του μαγαζιού, κρυβόταν και αρκετά διάσημα, για τους Αμερικάνους πάντα, αριστεροστρόφως σκεπτόμενα άτομα, όπως ο τότε πρόεδρος Barack Obama και βεβαίως η Hilary Clinton. Αφορμή για την πέραν πάσης αμφιβολίας εμπλοκή της τελευταίας, ήταν ότι στα μηνύματα ενός συνεργάτη της επαναλαμβανόταν η λέξη ‘pizza’ και κάτι σήμαινε αυτό για τους παιδόφιλους. Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή.

Η κουβέντα πήρε μόνο λίγες μέρες να θεριέψει πραγματικά και να εξελιχθεί εν ριπή οφθαλμού σε μία αδιανόητα τεράστια θεωρία συνομωσίας. Οι συμμετέχοντες σε αυτή έβρισκαν «πραματάκια» στο οτιδήποτε. Μία στραβή ταμπέλα παρέπεμπε σε λατρεία στο Σατανά, ένα κομμάτι πίτσα με δυο πεπερόνι στο κέντρο ήταν φαλλικό σύμβολο μετά του λοιπού εξοπλισμού, αν είχε ένα μόνο παρέπεμπε σε σύμβολα Illuminati,  η δε πόρτα της κουζίνας ως άβατο για τους πελάτες, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από την είσοδο στην απόλυτη κόλαση για τους κάτω των δεκαεπτά. Τύποι φωτογράφιζαν τα γεννητικά τους όργανα συνοδεία barbecue sauce και τάγκαραν το Comet Ping Pong ότι και καλά τραβήχτηκε εκεί η φωτό, «πρώην εργαζόμενοι» δημοσίευαν φωτογραφίες με παιδιά να παίζουν τυφλόμυγα και σχόλια του τύπου ‘βασανιστήρια, απάνθρωπες συμπεριφορές, αρρωστημένες ορέξεις’ και άλλα, δημοσιεύσεις επισκεπτών μεταφραζόταν/παραφραζόταν κατά τη βολή των πολέμιων του καταστήματος. Οι τρελαμένοι άρπαζαν καθετί ως απόλυτο αποδεικτικό στοιχείο, πετούσαν στο MS Paint και πέντε λέξεις με το σπρέυ (outrajuice, discosting, abwhorent και τα συναφή) και ούρλιαζαν μπροστά στις οθόνες. Να είχε καμία σημασία ότι ο ιδιοκτήτης του ήταν ανοιχτά gay; Τίποτα δεν μπορεί να αποκλεισθεί στον προεκλογικό πυρετό του 2016. Το πράγμα ξέφυγε πραγματικά όταν – κατόπιν προτροπής για δράση του πασίγνωστου conspiracy theorist Alex Jones, ένας Λιακόπουλος για τη χώρα που όπλα μπορούν να κουβαλάνε και τα πεντάχρονα - ένας τύπος μπούκαρε μια μέρα και άρχισε να πυροβολεί γιατί, κατά δήλωσή του, ήθελε να διερευνήσει μόνος του τι συνέβαινε εκεί μέσα. Θύματα δεν υπήρξαν και λογικά ακόμα φυλακή είναι αυτός, αφού έτυχε να κουβαλάει κι ένα οπλοστάσιο ολόκληρο στη σακαράκα του την ημέρα της έρευνας.

«Και που κολλάνε όλα αυτά με τους Sex Stains;», θα αναρωτηθεί κάποιος.

Πρώτον, οι Sex Stains είχανε παίξει εκεί κάποια στιγμή. Λίγο πριν, ή λίγο μετά, έβγαλαν κι ένα βίντεο, για το “Land of La La”, ένα από τα κομμάτια του ομώνυμου – και μοναδικού – δίσκου τους. Είναι ένα πολύχρωμο φιλμάκι, με κουτιά, περίεργα ρούχα, περίεργα γυαλιά, γενικά ό,τι φθηνό και χαρούμενο μπορούσε να εντοπισθεί την ημέρα του γυρίσματος και καθόλου πίτσα.

«Και τότε τι έγινε;», τα ερωτήματα πληθαίνουν. Πάμε καλά.

Το βίντεο, σκηνικά, ρούχα, όλα, τα είχε στήσει μία καλλιτέχνης, η σκηνοθέτης του, η Cassandra Lee Hamilton. Έχει κάνει κι άλλα, για τη La Sera, τους Allah Las, αλλά το ‘Land...’ έμελλε να είναι το τελευταίο της. Μάλλον. Ένα από τα προαναφερθέντα κουτιά, η CLH το ‘χε κοσμήσει με ένα σύμβολο, σαν σπείρα, όχι κυκλική όμως, τριγωνική. Αυτό, οι pizzagatorz και ίσως κι άλλοι εκτός αυτών υποστηρίζουν ότι είναι το απόλυτο αλληλο-αναγνωριστικό των παιδόφιλων στα σκοτεινά διαδίκτυα που αρέσκονται να συναθροίζονται. Μπουμ. Ψάχνοντας τα έργα της εν λόγω νεαράς, εντόπισαν κι άλλα αμφιλεγόμενα. Το πραγματικά εξαιρετικό εύρημά τους ήταν μία πίτσα ολόκληρη, με πιπεριές, λουκάνικα, σαλάμια, τα πάντα. Δεν ήταν κομμένη παραδοσιακά όμως, αλλά σαν πεντάλφα. Μπουμ κι άλλο.

Αυτά ενδεχομένως να φαίνονται αστεία, παρατραβηγμένα, όμως στο (μικρό σίγουρα) μυαλό του συνομωσιολάγνου διογκώνονται όταν το ταΐζει μέρες με απολύτως άχρηστη πληροφορία και θέλει να επιτεθεί αποδίδοντας δικαιοσύνη όπως μόνο αυτός ξέρει, ρίχνοντας τόνους λάσπης. Και σκάει στα σχόλια του ‘Land...” και αραδιάζει τις ανακαλύψεις του. Όταν τελειώνει απειλεί ζωές, οικογένειες, το πολίτευμα, τη Χίλαρυ. Μετά το κάνει κι άλλος, κι άλλος, κι άλλος. Και τότε αρχίζει όλο αυτό να γίνεται τρομακτικό.

Τα σχόλια σε αυτό και σε άλλα βίντεο της μπάντας απενεργοποιήθηκαν, αντί αυτών τοποθετήθηκε ένα μάλλον απογοητευτικό κείμενο. Σ’ αυτό δεν πήραν θέση κατά της συνομωσίας, αφήνοντας εκτεθειμένους και το Comet Ping Pong και την καλλιτέχνη/σκηνοθέτη του ‘Land…’.

Όλα αυτά κάπως σκάνε επιβαρυντικά σε μια μπάντα μόλις στο ξεκίνημά της. Αναπόφευκτο αποτέλεσμα είναι οι αποχωρίσεις μελών. Να φέρεις στις πλάτες σου ένα όνομα συνυφασμένο με κάτι τόσο αηδιαστικό και καταδικαστέο είναι φορτίο βαρύ και τελείως άχρηστο. Ο καιρός περνάει, το pizzagate ξεχνιέται όταν σοβαρά μέσα ασχολούνται μαζί του και αποδεικνύουν ότι είναι τελείως αβάσιμο. Η Hilary παρόλα αυτά χάνει τις εκλογές, ο Trump γίνεται πρόεδρος, οι Sex Stains σε μια προσπάθεια να αρχίσουν ξανά γίνονται Ex Stains, συνεχίζουν για λίγο και μετά το διαλύουν κι αυτό. Ο κόσμος της πραγματικά περιπετειώδους μουσικής γίνεται για ακόμα μία φορά φτωχότερος.

Είχε ειπωθεί κάποτε το “even bad publicity is good publicity” ή κάπως έτσι. Πιθανόν πριν την έλευση του διαδικτύου και των ψευδών ειδήσεων. Ως αξίωμα, λοιπόν, είναι καλό να του προετοιμαστεί μια θέση σε κάποιο αντίστοιχο μουσείο, σε μια γυάλα καλύτερα, να μην μπαίνει οξυγόνο μέχρι να σκάσει.

21/11/21

Dreadnought Dread


Κατά τα φαινόμενα έχω κοντά δέκα χρόνια να γράψω εδώ. Ανατρέχω σε προηγούμενες αναρτήσεις, πόσα μα πόσα αποσιωπητικά, πραγματικά. Δηλαδή ο οιοσδήποτε αναγνώστης έπρεπε να ξεριζώσει τους βολβούς των ματιών του, τόσο επίπονο μου φάνηκε. 

Εντάξει, μετά από αυτό έβγαζα τα εσώψυχά μου στο Slackerblud για κάμποσο καιρό, αλλά τώρα πάει. Δεν με πειράζει. 

Τι συγκλονιστικό έγινε τώρα μέσα σε όλο αυτό το διάστημα. Πολλά, αναμφισβήτητα. Η Faction δισκογραφήθηκε πολλάκις, έκανε κάμποσες εμφανίσεις, ξενιτεύτηκε και διέλυσε. Συνεχίσαμε με διάφορα πρότζεκτς, όλα αποθηκευμένα στη Ghost Armour. Από ήχο αυτά τα ολίγα.

Κάπου στην πορεία τα μουσικά με άφησαν, δεν τα άφησα και είπα να αφιερωθώ στη συγγραφή. Έγραψα, λοιπόν, ετούτο, κυκλοφόρησε, βραβεύτηκε και ετοιμάζεται το επόμενο. Στα καλλιτεχνικά εν ολίγοις, πάμε καλά. Με τη μουσική σκυλοβαρέθηκα λίγο, δεν ενθουσιάζομαι όσο παλιότερα με τις νέες κυκλοφορίες, δεν ξέρω, έβλεπα σήμερα για παράδειγμα, ένας τύπος από μια μπάντα indie ξέρω 'γω (tuna-yards? cloud somethings? κάποια άλλη εξίσου βαρετή;) έβγαλε σόλο δίσκο, με κάτι moog και κάτι τέτοια. Δε γίνονται έτσι με τα κιθαριστικά ρε γαμώτο πια, δεν ενδιαφέρεται ο κόζεμος, δεν πουλάτε που να πάρει η οργή. Προτιμώ τη φάση των The Armed ας πούμε, που έβγαλαν αριστούργημα φέτος - ή και όχι - δεν επαναπαύθηκαν όμως, τα ίδια τα τραγούδια του ενός μόνο δίσκου τους τα προωθούν συνεχώς, με χίλιους δυο τρόπους. Και μέσα σε COVID περιβάλλοντα, δηλαδή γάμησέ τα.

Anyway.

24/2/19

Oh, Grebo, I think I love you

 

Δεν ήξερα καν ότι οι Carter U.S.M. ανήκουν σε ένα ξεχωριστό υποείδος από το τελείως γενικό “indie”. Δε γνώριζα επίσης ότι υπήρξε και σκηνή στας Αγγλίας με κεντρικό θέμα αυτό, κι ας μου ήταν γνωστά κάποια από τα ονόματα των συμμετεχόντων σε αυτή. Μέσα ήταν και οι Pop will eat itself, οι Jesus Jones, μάλλον οι EMF, οι Wonder Stuff, οι Ned’s Atomic Dustbin. Κορυφές όλοι τους. Εκεί, στα τέλη των ’80s με αρχές ’90s. Από τη μανία είχες τους μπητλομανείς με τα mop tops και τα κοστούμια κι απ’ την άλλη τους τύπους με τα dreadlocks και τις βερμούδες. Όλοι ξέρουμε ποιοι νίκησαν στο τέλος, αν και οι ραστάδες μετράνε μία επιτυχία στις Αμερικές, οι αγαπημένοι του μουσικού τύπου της εποχής πάλι όχι, παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειές των. Τέλος πάντων, βλέπω τα τελευταία χρόνια επανασυνδέσεις (όταν δεν υπογράφουν soundtracks για τραγικά υπερεκτιμημένες ταινίες) και για τους μάλλον συμπαθέστερους, πλέον ολοκάραφλους, μακρυμάλληδες, τα Brixton Academies γεμίζουνε γερόντια, όλα καλά για όλους.

Θα μπορούσε το άρθρο να κλείσει εκεί, αλλά όχι. Έχω και κάμποσο καιρό να γράψω εδώ, ευχαριστώ που το προσέξατε.

Αν αγαπούσα ανέκαθεν κάτι στην έρευνα (και καλά) γύρω από τη μουσική γενικότερα, ήταν ο εντοπισμός της “σκηνής” γύρω από κάτι. Η Βρετανία ήταν και είναι σούπερ τροφή γύρω από το σκηνομάνι, ε, κάτι τέτοιο βρίσκω κι εδώ. Όνομα δεν έχει ακόμα, δεν απαρτίζεται από δεκάδες μπάντες, μόνο δύο βρήκα βασικά, αλλά βλέπω ένα μέλλον. Και οι δύο μου θυμίζουν την προαναφερθείσα στην αρχή του κειμένου, η οποία είθε επιτέλους να λάβει την αναγνώριση που τόσο της αξίζει. Έχει αυτό το χορευτικό στυλάκι, αλλά επηρεασμένο περισσότερο από το Trap και όχι την Acid House των προγόνων τους, έχει τα κουρέματα, τα ντυσίματα που μετά από χρόνια θα φαίνονται αστεία, τις κιθάρες, το πανκ, την εκτίμηση των νεότερων (το σημαντικότερο όλων), τη βρετανίλα, όλα. Και δεν έχει και όνομα, πως να έχει με τις εφημερίδες της καρδιάς μας να έχουν βάλει όλες λουκέτο.
Αλλά ας δούμε τι το ενδιαφέρον παίζει τελευταία στην κιθαριστική Αγγλετέρα. Οι The 1975; Μπα. Οι “καινούριοι” Suede; Με τίποτα. Ο γαμημένος Ed Sheeran; Μαλάκα, όχι. Δε μου ‘ρχεται τίποτα, αλήθεια. Τους Post Punks δεν τους αναφέρω καν, γιατί, ας το παραδεχτούμε επιτέλους, μιλάνε περισσότερο στην καρδιά του 30άρη και του 40άρη και όχι στου 17άρη για να έχουν ένα κάποιο αντίκτυπο. Τι μας μένει, λοιπόν; Ο Rat Boy και ο Yungblud. Αυτοί. Αυτοί είναι η σκηνή. Έχουν ενδιαφέρουσες συνθέσεις, απαίσια κουρέματα, ο ένας φοράει φαρδιά, ο άλλος στενά και ενδεχομένως να έχουν τα προσόντα να σηκώσουν κι άλλους νεαρούς από τις καρέκλες και να τους βάλουν μπροστά στα Mac τους να αρχίσουν να γράφουν κάτι τέτοιο.
Καλά, μπορεί και όχι, η φάση είναι ίντερνετ, αυτό είναι ένα άρθρο δημοσιευμένο σ’ αυτό, λογαριασμό δε θα δώσω στους ιστορικούς του μέλλοντος, άρα ναι.

9/6/18

Lean in when I Suffer

 


– Τσεκάρεις μία το Δελτίο Τύπου;
– Για φέρε.
– Το ‘χω αφήσει στο γραφείο σου
– Μμμμμ…
– Τι;
– Έχεις γράψεις ότι παίζουν Psychedelic Prog Dubstep Rock’n’Harsh Noise.
– Ναι, προσπάθησα να είμαι όσο πιο ακριβής γινότανε.
– Σύμφωνοι, αλλά δεν μπορούμε να το πουλήσουμε.
– Τι εννοείς;
– Μα είναι περιγραφή αυτή; Χωρίς να ‘χω ακούσει νότα, αυτό μου λέει ότι παίζουν κάτι μεταξύ Parliament – WhiteHouse με Dream Theater ξέρω ‘γω.
– Κάτι τέτοιο είναι.
– Σοβαρά τώρα;
– Έχουν και μια διασκευή Donna Summer.
– Δεν μπορούμε να το πουλήσουμε.
– Μα δεν είναι για να πουλήσει, είναι πολύ επιστημονικό, πειραματικό. Είναι για άλλες καταστάσεις, για να χορεύει και το μυαλό μαζί με το σώμα.
– Μήπως ξεχνάς τι δουλειά κάνουμε;
– Τι εννοείς;
– Εννοώ ότι αύριο μεθαύριο θα έρθουν εδώ μέσα, θα μοστράρουν το κωλοβινύλιό τους στη βιτρίνα και θα πρέπει να το παρουσιάσουν, οι δε πενήντα άνθρωποι που θα μαζευτούν στην καλύτερη, θα πρέπει να φύγουν με το πλαστικό στο χέρι. Με καταλαβαίνεις;
– Ωραία και πως το σώζουμε;
– Απλά, εκεί που έχεις γράψει την περιγραφή πέτα μέσα τη λέξη “punk”.
– Μα δεν είναι πανκ.
– Ε και;
– Τι ε και, να γράφω μαλακίες;
– Δεν είναι μαλακία, είναι good promotion. Με αποτέλεσμα. Θα το δει ο άλλος το prog και τα σκατά, θα πει να ακούσω Yes εν έτει 2018; Όχι, κύριε. Ενώ αν του πετάξεις ένα πανκ μέσα, θα θυμηθεί ο σαραντάρης τα λάιβ στη Βίλα που ΔΕΝ πήγαινε, θα πει ΟΚ, είναι πανκ, είναι καλό, φέρτο.
– Πας καλά;
– Κάλλιστα. Ακόμα και να ‘χει δει το μαλακοβίντεο που ανεβάσανε προχτές που την έχουν δει Spiders from Mars on Downers, θα πει ο άλλος “για να λέει πανκ, κατι δεν κατάλαβα”, τσαααααακ, περνάει στο σύστημα το cool και τε-λεί-ω-σε. Το βάφτισες; Είναι.
– Καλά είσαι θεόςςςςς.
– Όχι παίζουμε.
– Ρε συ δε μου πες ότι δεν τους είχες ακούσει;
– Βάζω κανά σκουπίδι που και που για να γελάσω μωρέ, μην τρελαίνεσαι.

5/3/17

Wait a Minute, ’cause my Heart’s not in it

 


Έκανα ένα τεστ τις προάλλες, απ’ αυτά τα πολύ ίντερνετ, ούτε που θυμάμαι σε τι αφορούσε. Μία από τις ερωτήσεις ήταν αν το ροκεντρόλ ζει ή πέθανε. Υποστήριξα με τρομερό διαδικτυακό πάθος το πρώτο. Ευθύς αμέσως ανέτρεξα στο σκληρό μου και στους τελευταίους δίσκους που κατέβασα, τους φετινούς, προκειμένου να αποδείξω στον εαυτό μου το  δίκαιο των ισχυρισμών μου. Και τι βρήκα; Αρκετά και ενδιαφέροντα. Πλην των δύο που ανέφερα στο αμέσως προηγούμενο άρθρο, πέρασε κάμποσος καιρός από τότε, το αναγνωρίζω, εντόπισα κάμποσα άλλα, το απολύτως λυπηρό όμως, ήταν το σύνολο των όσων περιείχε. Εξηγούμαι. Πέραν των ελπίδων του αύριο, είχε γκώσει με επιστρέφοντες του χθες, που βεβαίως και τσέκαρα με συγκρατημένο ενθουσιασμό, ο οποίος φτάνοντας στο δεύτερο κομμάτι του εκάστοτε έργου είχε εξανεμιστεί. WireFeeliesBats, φάκιν Modern English ρε γαμώτη και σκέπτομαι ότι έπονται Jesus & Mary ChainRide και ειλικρινά δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Δεδομένου του ότι η μοναδική επανασύνδεση που είχε κάτι να πει σε όοοολη την ιστορία της μουσικής, όταν μας επισκέφτηκε (και) φέτος ούτε που μου πέρασε από το μυαλό να ξεκουνηθώ από το PS3, ναι, μάλλον ήρθε ο καιρός να αφήσουμε τους νέους – και πιο ορεξάτους – του σήμερα να εξηγήσουν πως έχει η κατάσταση. Δηλαδή, εσείς μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε, εγώ αυτό θα κάνω.
Και τι να εξηγήσουν βασικά. Δημιουργούν χωρίς τις πλάτες της μουσικής βιομηχανίας, η οποία επιμένει να προωθεί είτε κάτι τελείως νερουλά (βλέπε Ed Sheeran), είτε τα απολύτως βλακώδη (βλέπε οτιδήποτε νοείται ως Hip Hop από το 2013 και μετά), χωρίς τη στήριξη οιασδήποτε σκηνής, χωρίς λόγο και αιτία. Πέραν αστειοτήτων όπως το περσινό πόνημα των Metallica, η κιθαριστική μουσική μάλλον τα ‘χει λίγο χαμένα. Εκεί κατέληξα και έχω πάντα δίκιο, είναι η υπερδύναμή μου. Δε βρίσκω, λοιπόν, κανένα καλό λόγο να μην ασχολούμαι μόνο μ’ αυτή. 
Η Αγγλία, έχοντας αποδεχτεί πλέον ότι η πάρτυ μιούζικ δε φτιάχνεται πλέον με κιθάρες, δίνει διαρκώς ελάχιστα δείγματα άξια λόγου, πλην όμως αρκετά εξ’ αυτών τυγχάνουν πλέον του αξιόλογου. Το χάος. Μέχρι στιγμής, προσωπικά και τελείως υποκειμενικά μιλώντας, αδυνατώ να βγάλω από τ’ αυτιά μου τους δίσκους των Cabbage και των Vant, brit-punkers αμφότεροι, με συνθέσεις που θα ζήλευαν όλοι οι πρωτοδιδάξαντες του “ελαφρού” πανκ των ’90ζ. Από Αμέρικα φάση τα είπα και στο προηγούμενο, ας προσθέσω και τους Meatbodies στο παρόν και καθαρίσαμε. Και τους Dude York. Είναι πάλι, λοιπόν, η σειρά των Αυστραλών να σώσουν και πάλι το ροκεντρόλ. Ούτως ή άλλως ανέκαθεν το έκαναν καλύτερα από τους προαναφερθέντες. Δεν είμαι απολύτως έτοιμος να ξεμπερδέψω μ’ αυτή τη σκηνή ακόμα, αλλά για τη φάση, ας αναφέρω τους κλασσικούς πλέον King Gizzard & the Lizard Wizard και τους αλήθεια ασύλληπτους Buried Feather. Κόλλημα οι τελευταίοι.
Κλείνοντας και αυτό το σύντομο κείμενο, θα ‘θελα να επιστρέψουμε λίγο στη γαμάτη δεκαετία του ’90, που το ροκεντρόλ ήταν πραγματικά στα πιο γαμάτα του. Πέραν του προφανούς θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας μία ανακάλυψη που έκαμα, ενδεικτική της γαματοσύνης της εν λόγω δεκαετίας. Οι Teen Starz του τότε, λοιπόν, είχανε γαμάτα ονόματα όπως Winona Ryder, Johnny Depp, Ethan Hawke, Jude Law κλπ. Σήμερα τι έχουμε; Robert Pattinson, Kristen Stewart, Jennifer Lawrence, Emma Watson… Yawn, σαφέστατα. Δεν υπάρχει ελπίδα για τα τέκνα του αύριο, αλήθεια.

20/11/16

Those Sad Plebes down below

 


Στις δισκοκριτικές του τελευταίου τεύχους του Wire, συγκεκριμένα στο section που αναφέρεται στο Avant Rock, γιατί το σκέτο δεν έχει θέση στις σελίδες αυτού του περιοδικού, οι μισές ήταν αναλύσεις/προσεγγίσεις σε metal δίσκους. Είχα γράψει κάτι αντίστοιχο προ αμνημονεύτων, για την εισβολή της L’ Oreal σε ένα κόσμο που με την παρουσία τους μαστίζουν καραφλίζοντες overthinkers, πλην όμως ο απειροελάχιστος αντίκτυπος του άρθρου με αναγκάζει να επιστρέψω με μία ακόμα προσπάθεια, η στέψη της οποίας με αποτυχία, είναι απολύτως βέβαιη. Εντάξει, το συγκεκριμένο είδος κατάφερε να καταστρέψει το αγαπημένο μου πανκ, μόλις αυτό είχε αρχίσει να μπολιάζεται με απείρως πιο ενδιαφέροντα πράγματα, όπως η Dub και η Jazz, γιατί να σταματήσει εκεί;
Μέσα στις υπόλοιπες, εντύπωση μου έκανε ένα εκτενέστατο ρηβγιού στο τελευταίο πόνημα των Darkthrone, το οποίο ομολογώ έσπευσα να τσεκάρω. Περίμενα, λοιπόν, να ακούσω αρρωστημένα και προχωρημένα blasts έκστασης, που στην καλύτερη θα μ’ έστελναν στο διάολο. Αντ’ αυτού τι άκουσα; Το μάντεψες, άκουσα Metal. Κλασσικό, χωρίς εκπλήξεις και, ας με συγχωρήσουν οι μυημένοι, λίγο ανέμπνευστο. Τι δουλειά είχε, λοιπόν, στο ναό της “καινούριας” μουσικής; Μήπως επειδή ατελείωτα χρόνια υπήρξε αντικείμενο χλεύης, οι γενιές άλλαξαν και δεν ξέρω τι, τέλος πάντων παίρνει την εκδίκησή του; Μαλακίες. Απλά το σύνολο της μουσικής παραγωγής του σήμερα και δη της “έξυπνης” είναι τόσο μεγάλο που από ένα σημείο και μετά ακούγεται κενό νοημάτων. Από την άλλη, εντός σπηλαίων τίκτεται ένα κακομακιγιαρισμένο τέρας, που χαρακτηρίζεται από την πολυπόθητη “γνησιότητα” στην έκφραση. Είναι αυτό που είναι. Κι άμα γουστάρεις. Ακούγεται σχεδόν εξωτικό. Αμόλυντο. Όπως άλλωστε, σε όλη του την ιστορία, αναπτυσσόταν ως παρασιτικός οργανισμός. Μόλυνε τα άλλα είδη με αντάλλαγμα τη διατήρηση του γενετικού του υλικού πεντακάθαρου.
Όπου υπάρχει δράση, βέβαια, υπάρχει και αντίδραση. Μουσικοί που ευελπιστούν να φιλοξενηθούν στο pitchfork και όχι στο Wire, η indie κοινότητα, έχει αφήσει τα χαρουμενοειδή ή κλαψοειδή του παρελθόντος και έχει βυθιστεί σ’ αυτό που έγινε σήμερα το αντίπαλο δέος της ξεραΐλας του πανκ και του μέτσαλ, την πσυχεδέλεια. Ένα είδος που ήταν πρωτοπορία μόνο στα sixties, καθώς η ανάπτυξη της τεχνολογίας επέφερε πσυχεδελικότερες προτάσεις στα ώτα από την αρχική, επανασυστήνεται τώρα ως ο τρόπος εξέλιξης της σύνθεσης. Η έτερη – σε μαζικό επίπεδο – πρόταση της μαυρίλας και της καφρίλας, είναι δεκάδες κλώνοι των πρώιμων Floyd και των Jesus and Mary Chain. Το μέλλον προμηνύεται ζοφερό. Η δε συνέχιση της φρικοειδούς φάσεως, η οποία ήταν και η ελκυστικότερη κατ’ εμέ έως σήμερα, η Freak BeatDelerium και τα συγγενή, μας έχει αφήσει χρόνους και είναι κρίμα γιατί γαμούσε.
Η εδώ σκηνή δε θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη από τες εξελίξες με αποτέλεσμα οι δυο talkοδέστεροι of the town δίσκοι να είναι από τη μια των Ruined Families και από την άλλη των Chickn. Οι πρώτοι φορούν περήφανα τις Black Metal επιρροές τους, οι δε δεύτεροι τις old school prog. Η αποψάρα μου είναι μάλλον γνωστή, μία από τις δύο μπάντες άλλωστε έχει μόνιμη θέση στους φίλους των οποίων τη δουλειά προτείνω ανεπιφύλακτα, η δεύτερη παρόλα αυτά είχε φιλοξενηθεί σε μία από τις συλλογές που έχω κατά καιρούς επιμεληθεί, b4 they were cool βεβαίως βεβαίως. Πλην όμως, ως απόλυτος υποστηρικτής της μουσικής του σήμερα και ως άνθρωπος που κατά το δυνατότερο προσπαθεί να ζει σε ό,τι έχει η σιχαμένη εποχή να του προσφέρει, δεδομένου ότι οι Ruined μεταφέρουν αποτελεσματικότερα το μήνυμα του τι συμβαίνει, ενώ οι Chickn εμμένουν στο να θυμίζουν ότι κάτι στο σήμερα έχει πάει λάθος, γι’ αυτό ας αφεθούμε στην ασφάλεια των όσων απήλθαν, εγώ (τρεις τελείες, ανεπαίσθητες και γιομάτες νοήματα). Καθείς με τις χάρες του, λοιπόν, ως αγοραστής όμως πρέπει να ορίσεις τις επιλογές σου κι εδώ εγώ σταματώ και σ’ αφήνω να επιλέξεις. Εμένα είναι νομίζω προφανής.
Συνοψίζοντας επί του γενικοτέρου και ως σύντομη προφητεία για τη συνέχεια του πράγματος, σκεπτόμενος δε ότι αμφότεροι οι εκφραστές νέων και παλαιών υβριδίων την καταβρίσκουν στα δάση, βάλε με το νου σου ότι συναντιούνται σε ένα με κωνοφόρα από τη μία μουσάτοι με τις κιθαρίτσες και τα μπόνγκοζ τους κι από την άλλοι μακιγιαρισμένοι βάρβαροι, με καρφιά, τσεκούρια και λοιπά. Εσύ ποιος λες ότι θα κερδίσει;

21/10/16

Fucking Tenderness

 


Παρτ ουάν:  A lil’ bit o’ the awld Histo-ree

Πολύ λίγοι δίσκοι με κρατάνε στη δουλειά αρκετά, μέχρι την ώρα που θα γυρίσω σπίτι να τους βάλω να παίξουν για να ησυχάσω. Τελευταία όλο και λιγότεροι. Ένας, άντε δύο όλη τη χρονιά. Ναι, τόσο καλά. Συνήθως χάνω το χρόνο μου στο να προσπαθώ να προσδιορίσω τι σκατά μου έκανε κάποτε η μουσική με αποτέλεσμα να αναζητώ σε καθημερινή βάση σχεδόν, αυτό το κάτι που θα επαναλάβει την αρχική εμπειρία. Όταν έρχεται τελικά πάντα θυμίζει κάτι παλιότερο. Είναι γεγονός ότι, όσο μεγαλώνεις, το πραγματικά καινούριο σπανίζει και καταλήγεις να αφήνεσαι στην ασφάλεια του γνώριμου, όχι απαραίτητα παλιού. Παρόλα αυτά βρισκόμαστε πια στο απόλυτο σημείο στο χρόνο, όπου στη μουσική τουλάχιστον δεν υπάρχει τίποτα δεδομένο και επιτρέπονται όλα.
Κάτι παρόμοιο συνέβη και την προηγούμενη δεκαετία, με τη διαφορά όμως ότι στο πρώτο μισό της τουλάχιστον η δισκογραφία υπήρχε ακόμα. Τώρα, κακά τα ψέματα, δε χρειάζεται. Υπάρχουν άπειροι τρόποι να “δοκιμάσει” κανείς μουσική, χωρίς απαραίτητα να την αφήσει να τον διαμορφώσει. Η εποχή θα σημαδευτεί από μεμονωμένα τραγούδια και όχι από ολοκληρωμένα έργα. Δεν πειράζει. Το όλο θα βρει το δρόμο του, κάποιοι θα ξεχωρίσουν, απλά όχι με τον τρόπο που μας είχε συστηθεί.
Η προηγούμενη δεκαετία, επανέρχομαι, μπορεί γενικά να μην είχε να επιδείξει και πολλά σε επίπεδο πραγμάτων που “έμειναν”, πλην όμως στο πανκ συγκεκριμένα χαρακτηρίστηκε από σειρά επαναστάσεων ανά δίσκο κιόλας. Τα υπο-είδη άλλαξαν, ενώθηκαν με άλλα, παρουσιάζοντας δεκάδες διαφορετικές προτάσεις για να ταϊστεί η ακόρεστη πείνα της εφηβικής μανίας για δημιουργία – για καταστροφή – για δημιουργία. Ναι, επιτέλους το πανκ είχε το alternative του. Με εξαίρεση την ίσως όχι και τόσο απρόσμενη επιτυχία των Blood Brothers, οι εταιρίες, οι “μεγάλες ανεξάρτητες” πλέον και όχι οι πολυεθνικές, οι οποίες ήδη έπνεαν τα λοίσθια, παρότι άρχισαν να υπογράφουν μοϊκανούς σωρηδόν ψάχνοντας το “νέο”, καθότι οσμίστηκαν τη φάση που παίζει, δεν κατάφεραν και πολλά. Αυτοί που πραγματικά ένιωσαν ήταν πάλι οι μυημένοι, μεταξύ των οποίων και εγώ, οι οποίοι τυγχάνει να νοσταλγούμε αυτή τη δεύτερη “επανάσταση”, πιθανόν γιατί το τίποτα που συμβαίνει τώρα, πολύ απλά δεν έχει ξανασυμβεί στην ιστορία του πιο cool είδους έβερ. Βεβαίως, καταλυτικός παράγοντας για το mindfuck των ’00s, ήταν το Post Hardcore των ’90s. Η Dischord (κυρίως), η Amphetamine Reptile, η Touch & Go. Το οποίο βέβαια ο μουσικός τύπος που ένιωσε από τη μία τους ιδρωτίλες του Σχηατλ και απ’ την άλλη τους κουρασμένους τριαντατοσάρηδες λάτρεις της μοναρχίας, έσπευσε να ονομάσει “Emo” και να το τσουβαλιάσει με κάτι Sk8r Boiz με κορακί, ζελεδιαζμένο μαλλί και piercings, που δέσποζαν στο MTV εκείνη την περίοδο.
Σαν αποτέλεσμα αυτό είχε δεκάδες κομμάτι πιο ευαίσθητοι νεανίες, που έτρεμαν τον τέτανο που θα κολλούσαν αν έτρωγαν καμιά τσιμπιά από τα καρφχιά στα μπουφάν των Crustάδων, να μην επιχειρήσουν να δοκιμάσουν το τι έπαιζε στα υπόγεια. Αντί αυτών, λοιπόν, χειροκροτούσαν είτε γκιόζηδες που αντιπροσώπευαν εφήμερα “ευρήματα” του μουσικού τύπου σαν το Electroclash, τα οποία σήμερα θυμόμαστε και γελούμε δυνατά, είτε κλαυθμυρίζοντες τριανταρίσκους που συνέθεταν ντραγούδγια για μελλοντικές εκστρατείες υποψήφιων προέδρων των Ενωμένων Πολιτειών της Εμετικής, αφήνοντας εμάς τους υπόλοιπους αφενός να αισθανθούμε εξυπνότεροι των πάντων, αφετέρου να αναπτύξουμε μία καθόλα ανθυγιεινή ροπή προς το μισανθρωπισμό. Κοίταζες ολόγυρα στο μεταξύ και τα βραχύβια τρεντς, όπως οι, γραφικότεροι των Κατσαπάνκηδων, Athens New Yorkers με τις κουστουμνιές και το μαλλί κόκκαλο στο ταβάνι και το γέλιο ήταν τόσο που ο θάνατος έμοιαζε λύτρωση.
Εν-τάξει.

Παρτ τουA slow moeshun tuhrip to tahday

Το να αρχίσω το ανελέητο name-dropping από μπάντες που πλέον όλοι ξέρουν και (λένε ότι) λατρεύουν δεν έχει κανένα νόημα, το ίντερνετ είναι απέραντο κι εδώ ποτέ δεν ήταν σημείο πληροφοριών, οι εμμονές μου είναι παντελώς άχρηστες ακόμα και σε ‘μένα. Παρόλα αυτά θα μείνω σε μία, η οποία κυκλοφορεί νέο δίσκο σήμερα, μόλις μία δεκαετία μετά τον αμέσως προηγούμενό της.
Την πρώτη φορά που διάβασα για τους Planes Mistaken For Stars, ήταν στο καταπληκτικό Heart Attack ‘zine, που έβγαινε από την Ebullition, μια δισκογραφική που σμίλεψε τα γούστα μου όσο ελάχιστες. Τους περιέγραφε σαν Post Hardcore με ολίγη από Grunge και κάτι άλλα ψιλούδγια. Αγόρασα το Up in them guts από ένα distro που είχε στήσει ένας γνωστός, γκρι βινύλιο με νερά και το έβαλα να παίξει. Το πρώτο πράγμα που με εντυπωσίασε ήταν η φωνή. Βαθιά, βραχνή, σα να ήταν μονίμως πνιγμένη στο ντιστόρσχιον. Εξαιρετική. Μετά κόλλησα με το αυτό που την πλαισίωνε. Ένα ασταμάτητο σφυροκόπημα από κιθάρα, μπάσο και ντραμς. Τα καλύτερα δηλαδή. Το πρώτο που μου έσκασε στο μυαλό ήταν οι Pearl Jam. Ντρέπομαι λίγο που το δηλώνω φωναχτά. Πλην όμως, όταν έγραψαν το Lukin συγκεκριμένα, νόμιζαν ότι έκαναν αυτό που έβγαινε από τα γκρι αυλάκια του δίσκου που είχα μόλις αγοράσει. Αγνό πανκ, αγνή οργή, συναίσθημα. Χάρντκορ. Ποστ χάρντκορ. Τους βγήκε όμως λίγο τζούφχιο. Αναίμακτο. Κακά τα ψέματα, με τις πλάτες της πολυεθνικής δεν κάνεις επανάστα, ούτε καν ηχητικά μιλώντας. Των Planes απ’ την άλλη ήταν τόσο αβίαστα παθιασμένο, τόσο αυθόρμητα συγκλονιστικό, που έψαχνες σε κάθε γωνία να βρεις την απάτη. Δεν μπορεί ξαφνικά, εντός της χειρότερης από μουσικής παραγωγής δεκαετία, να εντόπισες τη μπάντα η οποία συγκέντρωνε όλα εκείνα τα στοιχεία που έκαναν τη βασισμένη στην κιθάρα σύνθεση ταυτόχρονα καινούρια και οικεία, ενώ παράλληλα έκανε πράγματα στα μέσα σου, που είχαν να γίνουν από το εξιδανικευμένο τότε.
Το δεύτερο που μου έσκασε ήταν οι Screaming Trees. Ναι, το Grunge το είχαν και το έχουν έντονο, δεν είναι κακό, είναι για την ακρίβεια το καλύτερο είδος μουσικής που μπορεί να (έχει) πετύχει κάποιος στην εφηβεία του. Εκτός αυτού όμως, έχουν και αυτό που, ρε παιδί μου, ξέρεις, ότι για να νιώσεις, πρέπει να χωθείς λίγο ακόμα. Και μετά ακόμα λίγο. Και η ανταμοιβή τελικά είναι μεγάλη και από το τίποτα σχεδόν μένεις με μία εμπειρία.
Δε θα ‘λεγα το ότι όταν διέλυσαν μου στοίχισε και λοιπές μαλακίες, δεν ήμουν στην εφηβεία, είχα σύνδεση στο ίντερνετ και ο ωκεανός του ήχου απλωνόταν παντού μπροστά μου. Για την ακρίβεια δεν το κατάλαβα καν. Αλλά έτσι είναι πια η φάση. Ακόμα και οι πιο αγαπημένοι, όταν αποφασίσουν ότι δεν το’χουν πια, απλά σβήνουν. Περνούν απαρατήρητοι. Τυχαία είδα στα feeds μου το Prey και ένιωσα κάτι να κουνιέται. Σα να έκανε επίσκεψη – έκπληξη ένας από τους (αρκετούς πλέον) φίλους μου που απέδρασε στα ξένα. Που παράλληλα βαρέθηκε και είπε να σκάσει για κάμποσο καιρό να φάει λίγο ήλιο. Τέτοιο πράμα. Περίμενα να κατέβει υπομονετικά και το έβαλα να παίξει. Και με τις πρώτες νότες του  Dementia Americana ήταν σαν να με έλουσε κύμα λύτρωσης κάπως. Απερίγραπτο. Έπεσα – διόλου τυχαία – πάνω σε “καλή μουσική”. Που έχει και κιθάρες. Γάμησέ τα. Από τότε παίζει συνέχεια, μαζί με τα παλιά βεβαίως και απλά περιμένω τον ταχυδρόμο να το φέρει. Και δεν κάνει καθόλου καλό στην τρισεκατομμυριοστή προσπάθειά μου να κόψω το κάπνισμα.