Με αφορμή την τελευταία βουτιά που έκανα στον κόσμο του Maximum Rock ‘n’ Roll, αποφάσισα να γράψω για άλλη μια μεγάλη αγάπη που, τέλος πάντων, έχει διαμορφώσει την προσωπικότητα που διαβάζετε και λατρεύετε με πάθος σήμερα… Αναφέρομαι, φυσικά, στα φανζίνς…
Ακόμα και σήμερα, οι γονείς μου δεν παραλείπουν να μου υπενθυμίζουν ότι από μικρός είχα μια έμφυτη κλίση προς την ανάγνωση του οτιδήποτε, τα καλύτερα παιχνίδια μου ήταν βιβλία, όπως έλεγε κάποτε ο Neil Gaiman, κάπου στην πορεία έσκασε η μουσική και, ναι, όπως ήταν αναμενόμενο, ξεκίνησα να διαβάζω και γι’ αυτή…
Ο κύριος υπεύθυνος ήταν ένα τεύχος του Merlin’s Music Box, το οποίο τυχαία είχε πέσει στα χέρια μου. Η αισθητική του μ’ αρρώστησε, έγραφε και για μπάντες που δεν είχα ιδέα ότι υπήρχαν, σε κάθε κείμενο επαναλαμβανόταν συνεχώς η λέξη «punk», με το οποίο ήμουν κολλημένος όπως κάθε έφηβος που σέβεται τον εαυτό του, ήμουν σε φάση «τι στον πούτσο έχανα τόσο καιρό;», ευτυχώς είχε κάμποσες διευθύνσεις επικοινωνίας με κάμποσους και κάπως έτσι το ταχυδρομείο έφτασε να είναι το μαγαζί που επισκεπτόμουν συχνότερα από οποιοδήποτε άλλο…
Χρήματα κρυμμένα στο φάκελο, γραμματόσημα μέσα για άμεση ανταπόκριση, διπλωμένες Α4, μαγικές φωτοτυπίες, γεμάτες πληροφορίες, κάπου κάπου καμιά κασέτα, κανένα εφτάιντσο, οι πιο τολμηροί κόβανε και κανονικότατους δίσκους (Σκιές του Β-23, ρε πούστη…), μία σκηνή εντός των τειχών που έβραζε κυριολεκτικά, ξερνώντας τη μία μπαντάρα μετά την άλλη, περίεργα γραφιστικά, οπτική προπαγάνδα, ειδωλοποίηση του ακραίου, ο serial killer ως rock star, μορφές τέχνης και έκφρασης που ήταν κρυφές μέχρι τότε, τα Alternative Choice και Does This Hurt? (έγραφε ο Κρητικός στο μοναδικό του τεύχος ότι «ο σκοπός του φανζίν δεν είναι να πουλήσει, αλλά να κυκλοφορήσει» – έχυσα) που κοπιάρω και σήμερα σε σημείο αηδίας, ποίηση ή λογοτεχνία η οποία έδειχνε κατά πολύ ελκυστικότερη σε φωτοτυπημένο χαρτί από την οθόνη του υπολογιστή, όσο καλαίσθητο και να είναι το blog που τη δημοσιεύει…
Και οι μπάντες για τις οποίες γράφονταν όλα αυτά, για κάποιο λόγο φάνταζαν… χμμμμ… Διαχρονικές. Ήδη κλασσικές. Κι ας ήταν το «τώρα» του «τότε»… Απ’ τις σελίδες τους έμαθα τους Fugazi, τους Hoover, τους Royal Trux, τους Jesus Lizard, τη Do It Yourself φάση, τα πρώτα δισκάκια των Teen Idles που δίπλωνε ο MacKaye στο δωμάτιο που αποτελούσε για χρόνια τις εγκαταστάσεις της Dischord Records, τη 4AD, το Headpress, το Fiz του οποίου κανένα τεύχος δεν έπεσε στα χέρια μου ποτέ, το Motorbooty… Γάματα… Χρωστάω ρε πούστη, χρωστάω πολλά…
Αυτή, η έντυπη μορφή έκφρασης ήταν για μένα το “punk” μου, το ξύπνημά μου στο underground, η αναπάντεχη γνωριμία με μία κοινότητα ανθρώπων ουσιαστικά εναλλακτικών, ουσιαστικά διαφορετικών, αυθεντικά «περίεργων»…
Με φίλους σκεφτόμασταν συνεχώς να ξεκινήσουμε κάτι, αλλά δεν έγινε ποτέ. Είχα στείλει και γράμματα σε διάφορους ντόπιους σταρζ, για συνεντεύξεις κλπ, αλλά πήρα τ’ αρχίδια μου. Δε θα ‘λεγα ότι οι αναποδιές με αφήσανε απτόητο, γιατί αυτό έγινε, πτοήθηκα και κανένα εγχείρημα δεν είχε αίσιο τέλος… Ούτε καν αρχή. Τώρα που είδατε τι χάσατε θα αλληλογραφούσατε μαζί μου και με το παραπάνω, μουνόπανα… Στ’ αρχίδια μου σας γράφω ρε.
Πριν από δέκα χρόνια περίπου είχα την τιμή να κλέψω από ένα φίλο μου και κάτι τεύχη της διαβόητης «Ανοιχτής Πόλης», δεν ξέρω αν πραγματικά ήταν το πρώτο φανζίν που κυκλοφόρησε στη σκατοχώρα – έτσι έμεινε στην ιστορία, παίζει, αλλά η αισθητική του με είχε αφήσει άναυδο. Τρομερά καλαίσθητο, εμπνευσμένα αναρχοκολλάζ παντού, οι τύποι γράφανε απίστευτα, περίεργο, μοναδικό, ανεπανάληπτο… Όταν έμαθα ότι ο Ρασσιάς βγάζει το «Διιπετές» τώρα, ξενέρωσα με τη ζωή μου… Από Subculture Freaks πήγανε και μου γίνανε αρχαιολάγνοι… Νταξ, δικαίωμά τους, φαντάζομαι. Θα θυμάμαι τη φάση τους όπως γουστάρω εγώ. Με διχρωμίες και «γραμματοσειρά» γραφομηχανής…
Και να δεχτούμε ότι το έντυπο έχει ψοφήσει, υπάρχουν ακόμα εκεί έξω τύποι που το προσπαθούνε αρκετά, να διατηρηθεί αυτή η ρομαντική μορφή μεταφοράς σκέψεων, με βραχύβια αποτελέσματα, δυστυχώς…
Στα blogs, πλην εξαιρέσεων, οι φωνές που αξίζουν το χρόνο μου δεν είναι παρά ελάχιστες, δεν υπάρχει αυτό το «τα γαμάω όλα για τη φάση», ούτε η σκουπιδοαισθητική που τραβάει το βλέμμα, όλα είναι πολύ καθαρά, πολύ συμμαζεμένα, πολύ «σωστά» και, θα περίμενε κάποιος ότι η αυτολογοκρισία θα ήταν περιορισμένη σε ένα μέσο που κόβεις, ράβεις, κολλάς ότι γουστάρεις… Δεν ξέρω… Προς το παρόν παραμένω μ’ αυτούς τους λίγους που ‘χω κατά καιρούς αναφέρει και στην οθόνη του υπολογιστή μου φτιάχνω ένα φανταστικό φανζίν, στο οποίο συντάκτης είμαι κι εγώ… Και γαμάει πάντα…