14/3/14

At the Indie Disco

 


Ο λόγος που έχω ψιλο-σκυλοβαρεθεί το να γράφω τόσο συχνά όσο παλιότερα, ευχαριστώ που ρώτησες, είναι απλός, αλλά επειδή είμαι τέτοιος τύπος θα τον υπεραναλύσω στις επόμενες γραμμές. Για scroll down ένα λεπτό. Γάμησέ τα ε; Ξέρω. Η εικόνα είναι προφανώς παραπλανητική (και εξαιρετική), δεν ακολουθεί ούτε κανένα νουάρ διήγημα ούτε έχει να κάνει με το πιο καυλωτικό πράγμα που υπάρχει στον κόσμο και μπορεί να κάνει μόνο μια γυναίκα, να αγγίξει δηλαδή τις γάμπες της. Απλά. Το κόμικ στο μεταξύ του οποίου το εξώφυλλο του πρώτου τεύχους κοζμεί το παραπάνω αριστούργημα ήταν ψιλο-μέτριο. Wildstorm, τι να σου κάνει…
Αλλά άλλο έλεγα. Ο λόγος, πρώτα και κύρια, που ασχολούμαι με όλο αυτό, ψυχαναγκαστικά σχεδόν, είναι για να κρατάω λογαριασμό του τι παίζει γενικά στην κιθαριστική μουσική κάθε χρόνο. Καθένας με τα χόμπυ του. Εξίσου ψυχαναγκαστικά, λοιπόν, προσπαθούσα να τσεκάρω σχεδόν κάθε δίσκο που ταίριαζε στην εν λόγω κατηγορία, αν μπορεί να θεωρηθεί κατηγορία, δίνοντας έμφαση σ’ αυτό που λέμε indie (sic). Genre που δεν είναι genre, όταν όμως το λες σε κάποιον, το μυαλό του πάει κάπου κ.ο.κ. Προσωρινά το δεχόμαστε. Θυμάμαι δε στα ’90s, όταν όλοι οι φίλοι μου το ‘χαν γυρίσει στον Aphex, τους Autechre και λοιπές γραφικότητες της εποχής, να λαμβάνω τα εύσημα ενός απ’ αυτούς που έχω  (είχα, τότε) παραμείνει στα κλασσικά. Αυτά που ήταν “μόδα” το ’94 και το ’96  όχι. Περιττό να πω, ο ίδιος κύριος σε τελευταία μας συνάντηση για κάτι shoegaze μπάντες μου ‘λεγε, όχι για τίποτα IDM ψαγμενιές. Αυτά τ’ ακούνε μόνο στη Θεσσαλονίκη.
Αφού ανέλυσα το λόγο του γιατί κάνω αυτό που κάνω, ας δούμε και γιατί με έχει κουράσει. Όταν στα ’90s έλεγες indie, το μυαλό του προαναφερθέντος κυρίου πήγαινε στους Pulp, τους Blur στη χειρότερη άντε να πήγαινε στους Oasis. Σήμερα, αν ο ίδιος τύπος έχει την παραμικρή σχέση, θα σκεφτεί τους Vampire Weekend, τους Arcade Fire ή κάτι άλλο που δε μου αρέσει.
Άλλο τώρα. Στα ’90s είχες κάτι εξαιρετικά σχηματιζμένες “μουσικές φυλές”,  η καθεμία με τις ιδιαιτερότητές της που… Εντάξει, απλά ντύνονταν διαφορετικά. Ας παραμείνουμε στις κιθαριστικές και ας αναφέρουμε απλά τους brit-poppers, τους grunge-άδες και όπως κάθε εποχή, τα μέτσαλλα. Κάθε μία απ’ αυτές και καλά μισούσε αυτά που άκουγε η άλλη, πήγαινε όμως στα ίδια μαγαζά άρα επεξεργαζόταν την ίδια “πληροφορία”, τους ίδιους ήχους, προτιμούσε τη Heineken από την Amstel, εκτός από τους μέταλλους που, εντάξει, χεστήκαμε τι προτιμούσανε. Στα μαγαζά, λοιπόν, θα έπαιζε και Blur και Oasis και Nirvana και Pavement και Elastica και My Bloody Valentine και όλα.
Υπήρχε όμως αυτός ο διαχωρισμός που έκανε τα πράγματα πολύ ενδιαφέροντα. Η Αμερική έψαχνε το διαφορετικό στις συνθέσεις της, ενώ η Αγγλία τη μαγική αλλαγή, το λαμπερό ρεφραίν. Η Αμερική διάβαζε βιβλία από τη δανειστική βιβλιοθήκη του προαστίου, η Αγγλία ρούφαγε τα tabloids και την NME. H Αμερική έτρωγε ξύλο από το bully του Λυκείου, η Αγγλία κάπνιζε Silk Cut κι έπινε μπύρες στα διαλείμματα. Η Αμερική ήταν ενδιαφέρουσα γκόμενα, η Αγγλία άδεια αλλά πανέμορφη.
Αναγνωρίζεις κάτι από τα παραπάνω σήμερα; Δε νομίζω.
Το πρόβλημα σήμερα σαφώς και δεν είναι το ότι δε βγαίνει καλή μουσική ή γραφικότητες του τύπου “οι κιθάρες έχουν πεθάνει”. Όχι. Το πρόβλημα είναι ότι όσα βγαίνουν έχουν μπλεχτεί τόσο πολύ ώστε έχει χαθεί το focus, το εμείς κάνουμε αυτό και το κάνουμε καλά και όταν επηρεαζόμαστε (λίγο) από σας, γράφουμε ένα Beetlebum και σας ξεχνάνε όλοι. Καταλαβαίνεις; Εδώ και δεκαπέντε χρόνια πάνω κάτω που η δισκογραφία πάσχει, οι άμεσα ασχολούμενοι με το άθλημα, οι μουσικοί, αδυνατούν να γράψουν το τεράστιο ποπ άσμα που θα σημαδέψει την εποχή, λείπει το Hey Jude της, αυτό το κομμάτι που θα έχει όλα τα στοιχεία και τη δύναμη να ενώσει όλες τις φυλές και θα τις κάνει να κουνιούνται στο ρυθμό του. Γιατί αυτές δεν υπάρχουν πια. Κι αυτό κάνει την όλη φάση λίγο βαρετή. Λίγο ανάξια λόγου, αν θες. Απλά.
Ίσως να φταίνε και οι Pavement για όλο αυτό λίγο. Όταν έκαναν το όποιο μπαμ τους πατώντας το ποδαράκι τους στην Αγγλετέρα όπου όλοι οι εκεί ζούσαν το “ροκ σταρ στο χωριό” όνειρό τους, τους υποδέχτηκαν με τιμές μεσσία, όλοι τους λάτρευαν, ήταν το καινούριο, το διαφορετικό. Ήταν οι αμόλυντοι “καλοί” στη φωλιά με τους Super Villains. Και το καλό νίκησε. Και σήμερα ζούμε τις συνέπειες αυτού. Δεκάδες slacker rock μπάντες με τα μαλλιά στη μούρη και το βλέμμα στα πατώματα. Οι όποιοι popsters έχουν μείνει δεν έχουν σαν πρότυπο τους Blur ή κάτι εξίσου περιπετειώδες, αλλά τους U2. Και συν τοις άλλοις δεν μπορούν να παίξουν και τα όργανά τους. Πάρε για παράδειγμα τους Coldplay. Σιχαμένοι όσο δεν πάει, σωστά; Έχουν ένα χαρισματικό τραγουδιστή, αλλά ξέρουν να παίζουν μόνο ένα τραγούδι. Αυτό δεν αρκεί για να τους μισήσει κάποιος αρκετά ώστε να εντοπίσει το ακριβώς αντίθετο και να βγάλει κάτι καλό από όλο αυτό. Μέτριοι οι κακοί, μέτριοι και οι καλοί. Έτσι είναι. Οι Blur, πάλι, σου έδωσαν τους Mogwai. Δεν το λες και άσχημο. Οι Cloud Nothings ποιους να σου δώσουν;
Συνοψίζοντας, κι επειδή το κούρασα μάλλον, το συμπέρασμα είναι σαφές. Τα πράγματα είναι χλιαρά, επειδή ο ανταγωνισμός είναι χλιαρός. Χαλαρός. Δεν υπάρχει αντίπαλο δέος, δεν υπάρχει κάτι να κοιτάς απέναντι, κάτι απόλυτα διαφορετικό, αλλά ουσιαστικό, κάτι γενικά αποδεκτά καλό από μία πλευρά, κακό από μία άλλη, αλλά παράλληλα αξιόλογο. Οι Britpoppers ήταν άξιοι φθόνου, οι Slackers άξιοι χλεύης. Κέρδισαν οι δεύτεροι. Και τώρα τι; Τώρα περιμένουμε.