20/11/16

Those Sad Plebes down below

 


Στις δισκοκριτικές του τελευταίου τεύχους του Wire, συγκεκριμένα στο section που αναφέρεται στο Avant Rock, γιατί το σκέτο δεν έχει θέση στις σελίδες αυτού του περιοδικού, οι μισές ήταν αναλύσεις/προσεγγίσεις σε metal δίσκους. Είχα γράψει κάτι αντίστοιχο προ αμνημονεύτων, για την εισβολή της L’ Oreal σε ένα κόσμο που με την παρουσία τους μαστίζουν καραφλίζοντες overthinkers, πλην όμως ο απειροελάχιστος αντίκτυπος του άρθρου με αναγκάζει να επιστρέψω με μία ακόμα προσπάθεια, η στέψη της οποίας με αποτυχία, είναι απολύτως βέβαιη. Εντάξει, το συγκεκριμένο είδος κατάφερε να καταστρέψει το αγαπημένο μου πανκ, μόλις αυτό είχε αρχίσει να μπολιάζεται με απείρως πιο ενδιαφέροντα πράγματα, όπως η Dub και η Jazz, γιατί να σταματήσει εκεί;
Μέσα στις υπόλοιπες, εντύπωση μου έκανε ένα εκτενέστατο ρηβγιού στο τελευταίο πόνημα των Darkthrone, το οποίο ομολογώ έσπευσα να τσεκάρω. Περίμενα, λοιπόν, να ακούσω αρρωστημένα και προχωρημένα blasts έκστασης, που στην καλύτερη θα μ’ έστελναν στο διάολο. Αντ’ αυτού τι άκουσα; Το μάντεψες, άκουσα Metal. Κλασσικό, χωρίς εκπλήξεις και, ας με συγχωρήσουν οι μυημένοι, λίγο ανέμπνευστο. Τι δουλειά είχε, λοιπόν, στο ναό της “καινούριας” μουσικής; Μήπως επειδή ατελείωτα χρόνια υπήρξε αντικείμενο χλεύης, οι γενιές άλλαξαν και δεν ξέρω τι, τέλος πάντων παίρνει την εκδίκησή του; Μαλακίες. Απλά το σύνολο της μουσικής παραγωγής του σήμερα και δη της “έξυπνης” είναι τόσο μεγάλο που από ένα σημείο και μετά ακούγεται κενό νοημάτων. Από την άλλη, εντός σπηλαίων τίκτεται ένα κακομακιγιαρισμένο τέρας, που χαρακτηρίζεται από την πολυπόθητη “γνησιότητα” στην έκφραση. Είναι αυτό που είναι. Κι άμα γουστάρεις. Ακούγεται σχεδόν εξωτικό. Αμόλυντο. Όπως άλλωστε, σε όλη του την ιστορία, αναπτυσσόταν ως παρασιτικός οργανισμός. Μόλυνε τα άλλα είδη με αντάλλαγμα τη διατήρηση του γενετικού του υλικού πεντακάθαρου.
Όπου υπάρχει δράση, βέβαια, υπάρχει και αντίδραση. Μουσικοί που ευελπιστούν να φιλοξενηθούν στο pitchfork και όχι στο Wire, η indie κοινότητα, έχει αφήσει τα χαρουμενοειδή ή κλαψοειδή του παρελθόντος και έχει βυθιστεί σ’ αυτό που έγινε σήμερα το αντίπαλο δέος της ξεραΐλας του πανκ και του μέτσαλ, την πσυχεδέλεια. Ένα είδος που ήταν πρωτοπορία μόνο στα sixties, καθώς η ανάπτυξη της τεχνολογίας επέφερε πσυχεδελικότερες προτάσεις στα ώτα από την αρχική, επανασυστήνεται τώρα ως ο τρόπος εξέλιξης της σύνθεσης. Η έτερη – σε μαζικό επίπεδο – πρόταση της μαυρίλας και της καφρίλας, είναι δεκάδες κλώνοι των πρώιμων Floyd και των Jesus and Mary Chain. Το μέλλον προμηνύεται ζοφερό. Η δε συνέχιση της φρικοειδούς φάσεως, η οποία ήταν και η ελκυστικότερη κατ’ εμέ έως σήμερα, η Freak BeatDelerium και τα συγγενή, μας έχει αφήσει χρόνους και είναι κρίμα γιατί γαμούσε.
Η εδώ σκηνή δε θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη από τες εξελίξες με αποτέλεσμα οι δυο talkοδέστεροι of the town δίσκοι να είναι από τη μια των Ruined Families και από την άλλη των Chickn. Οι πρώτοι φορούν περήφανα τις Black Metal επιρροές τους, οι δε δεύτεροι τις old school prog. Η αποψάρα μου είναι μάλλον γνωστή, μία από τις δύο μπάντες άλλωστε έχει μόνιμη θέση στους φίλους των οποίων τη δουλειά προτείνω ανεπιφύλακτα, η δεύτερη παρόλα αυτά είχε φιλοξενηθεί σε μία από τις συλλογές που έχω κατά καιρούς επιμεληθεί, b4 they were cool βεβαίως βεβαίως. Πλην όμως, ως απόλυτος υποστηρικτής της μουσικής του σήμερα και ως άνθρωπος που κατά το δυνατότερο προσπαθεί να ζει σε ό,τι έχει η σιχαμένη εποχή να του προσφέρει, δεδομένου ότι οι Ruined μεταφέρουν αποτελεσματικότερα το μήνυμα του τι συμβαίνει, ενώ οι Chickn εμμένουν στο να θυμίζουν ότι κάτι στο σήμερα έχει πάει λάθος, γι’ αυτό ας αφεθούμε στην ασφάλεια των όσων απήλθαν, εγώ (τρεις τελείες, ανεπαίσθητες και γιομάτες νοήματα). Καθείς με τις χάρες του, λοιπόν, ως αγοραστής όμως πρέπει να ορίσεις τις επιλογές σου κι εδώ εγώ σταματώ και σ’ αφήνω να επιλέξεις. Εμένα είναι νομίζω προφανής.
Συνοψίζοντας επί του γενικοτέρου και ως σύντομη προφητεία για τη συνέχεια του πράγματος, σκεπτόμενος δε ότι αμφότεροι οι εκφραστές νέων και παλαιών υβριδίων την καταβρίσκουν στα δάση, βάλε με το νου σου ότι συναντιούνται σε ένα με κωνοφόρα από τη μία μουσάτοι με τις κιθαρίτσες και τα μπόνγκοζ τους κι από την άλλοι μακιγιαρισμένοι βάρβαροι, με καρφιά, τσεκούρια και λοιπά. Εσύ ποιος λες ότι θα κερδίσει;

21/10/16

Fucking Tenderness

 


Παρτ ουάν:  A lil’ bit o’ the awld Histo-ree

Πολύ λίγοι δίσκοι με κρατάνε στη δουλειά αρκετά, μέχρι την ώρα που θα γυρίσω σπίτι να τους βάλω να παίξουν για να ησυχάσω. Τελευταία όλο και λιγότεροι. Ένας, άντε δύο όλη τη χρονιά. Ναι, τόσο καλά. Συνήθως χάνω το χρόνο μου στο να προσπαθώ να προσδιορίσω τι σκατά μου έκανε κάποτε η μουσική με αποτέλεσμα να αναζητώ σε καθημερινή βάση σχεδόν, αυτό το κάτι που θα επαναλάβει την αρχική εμπειρία. Όταν έρχεται τελικά πάντα θυμίζει κάτι παλιότερο. Είναι γεγονός ότι, όσο μεγαλώνεις, το πραγματικά καινούριο σπανίζει και καταλήγεις να αφήνεσαι στην ασφάλεια του γνώριμου, όχι απαραίτητα παλιού. Παρόλα αυτά βρισκόμαστε πια στο απόλυτο σημείο στο χρόνο, όπου στη μουσική τουλάχιστον δεν υπάρχει τίποτα δεδομένο και επιτρέπονται όλα.
Κάτι παρόμοιο συνέβη και την προηγούμενη δεκαετία, με τη διαφορά όμως ότι στο πρώτο μισό της τουλάχιστον η δισκογραφία υπήρχε ακόμα. Τώρα, κακά τα ψέματα, δε χρειάζεται. Υπάρχουν άπειροι τρόποι να “δοκιμάσει” κανείς μουσική, χωρίς απαραίτητα να την αφήσει να τον διαμορφώσει. Η εποχή θα σημαδευτεί από μεμονωμένα τραγούδια και όχι από ολοκληρωμένα έργα. Δεν πειράζει. Το όλο θα βρει το δρόμο του, κάποιοι θα ξεχωρίσουν, απλά όχι με τον τρόπο που μας είχε συστηθεί.
Η προηγούμενη δεκαετία, επανέρχομαι, μπορεί γενικά να μην είχε να επιδείξει και πολλά σε επίπεδο πραγμάτων που “έμειναν”, πλην όμως στο πανκ συγκεκριμένα χαρακτηρίστηκε από σειρά επαναστάσεων ανά δίσκο κιόλας. Τα υπο-είδη άλλαξαν, ενώθηκαν με άλλα, παρουσιάζοντας δεκάδες διαφορετικές προτάσεις για να ταϊστεί η ακόρεστη πείνα της εφηβικής μανίας για δημιουργία – για καταστροφή – για δημιουργία. Ναι, επιτέλους το πανκ είχε το alternative του. Με εξαίρεση την ίσως όχι και τόσο απρόσμενη επιτυχία των Blood Brothers, οι εταιρίες, οι “μεγάλες ανεξάρτητες” πλέον και όχι οι πολυεθνικές, οι οποίες ήδη έπνεαν τα λοίσθια, παρότι άρχισαν να υπογράφουν μοϊκανούς σωρηδόν ψάχνοντας το “νέο”, καθότι οσμίστηκαν τη φάση που παίζει, δεν κατάφεραν και πολλά. Αυτοί που πραγματικά ένιωσαν ήταν πάλι οι μυημένοι, μεταξύ των οποίων και εγώ, οι οποίοι τυγχάνει να νοσταλγούμε αυτή τη δεύτερη “επανάσταση”, πιθανόν γιατί το τίποτα που συμβαίνει τώρα, πολύ απλά δεν έχει ξανασυμβεί στην ιστορία του πιο cool είδους έβερ. Βεβαίως, καταλυτικός παράγοντας για το mindfuck των ’00s, ήταν το Post Hardcore των ’90s. Η Dischord (κυρίως), η Amphetamine Reptile, η Touch & Go. Το οποίο βέβαια ο μουσικός τύπος που ένιωσε από τη μία τους ιδρωτίλες του Σχηατλ και απ’ την άλλη τους κουρασμένους τριαντατοσάρηδες λάτρεις της μοναρχίας, έσπευσε να ονομάσει “Emo” και να το τσουβαλιάσει με κάτι Sk8r Boiz με κορακί, ζελεδιαζμένο μαλλί και piercings, που δέσποζαν στο MTV εκείνη την περίοδο.
Σαν αποτέλεσμα αυτό είχε δεκάδες κομμάτι πιο ευαίσθητοι νεανίες, που έτρεμαν τον τέτανο που θα κολλούσαν αν έτρωγαν καμιά τσιμπιά από τα καρφχιά στα μπουφάν των Crustάδων, να μην επιχειρήσουν να δοκιμάσουν το τι έπαιζε στα υπόγεια. Αντί αυτών, λοιπόν, χειροκροτούσαν είτε γκιόζηδες που αντιπροσώπευαν εφήμερα “ευρήματα” του μουσικού τύπου σαν το Electroclash, τα οποία σήμερα θυμόμαστε και γελούμε δυνατά, είτε κλαυθμυρίζοντες τριανταρίσκους που συνέθεταν ντραγούδγια για μελλοντικές εκστρατείες υποψήφιων προέδρων των Ενωμένων Πολιτειών της Εμετικής, αφήνοντας εμάς τους υπόλοιπους αφενός να αισθανθούμε εξυπνότεροι των πάντων, αφετέρου να αναπτύξουμε μία καθόλα ανθυγιεινή ροπή προς το μισανθρωπισμό. Κοίταζες ολόγυρα στο μεταξύ και τα βραχύβια τρεντς, όπως οι, γραφικότεροι των Κατσαπάνκηδων, Athens New Yorkers με τις κουστουμνιές και το μαλλί κόκκαλο στο ταβάνι και το γέλιο ήταν τόσο που ο θάνατος έμοιαζε λύτρωση.
Εν-τάξει.

Παρτ τουA slow moeshun tuhrip to tahday

Το να αρχίσω το ανελέητο name-dropping από μπάντες που πλέον όλοι ξέρουν και (λένε ότι) λατρεύουν δεν έχει κανένα νόημα, το ίντερνετ είναι απέραντο κι εδώ ποτέ δεν ήταν σημείο πληροφοριών, οι εμμονές μου είναι παντελώς άχρηστες ακόμα και σε ‘μένα. Παρόλα αυτά θα μείνω σε μία, η οποία κυκλοφορεί νέο δίσκο σήμερα, μόλις μία δεκαετία μετά τον αμέσως προηγούμενό της.
Την πρώτη φορά που διάβασα για τους Planes Mistaken For Stars, ήταν στο καταπληκτικό Heart Attack ‘zine, που έβγαινε από την Ebullition, μια δισκογραφική που σμίλεψε τα γούστα μου όσο ελάχιστες. Τους περιέγραφε σαν Post Hardcore με ολίγη από Grunge και κάτι άλλα ψιλούδγια. Αγόρασα το Up in them guts από ένα distro που είχε στήσει ένας γνωστός, γκρι βινύλιο με νερά και το έβαλα να παίξει. Το πρώτο πράγμα που με εντυπωσίασε ήταν η φωνή. Βαθιά, βραχνή, σα να ήταν μονίμως πνιγμένη στο ντιστόρσχιον. Εξαιρετική. Μετά κόλλησα με το αυτό που την πλαισίωνε. Ένα ασταμάτητο σφυροκόπημα από κιθάρα, μπάσο και ντραμς. Τα καλύτερα δηλαδή. Το πρώτο που μου έσκασε στο μυαλό ήταν οι Pearl Jam. Ντρέπομαι λίγο που το δηλώνω φωναχτά. Πλην όμως, όταν έγραψαν το Lukin συγκεκριμένα, νόμιζαν ότι έκαναν αυτό που έβγαινε από τα γκρι αυλάκια του δίσκου που είχα μόλις αγοράσει. Αγνό πανκ, αγνή οργή, συναίσθημα. Χάρντκορ. Ποστ χάρντκορ. Τους βγήκε όμως λίγο τζούφχιο. Αναίμακτο. Κακά τα ψέματα, με τις πλάτες της πολυεθνικής δεν κάνεις επανάστα, ούτε καν ηχητικά μιλώντας. Των Planes απ’ την άλλη ήταν τόσο αβίαστα παθιασμένο, τόσο αυθόρμητα συγκλονιστικό, που έψαχνες σε κάθε γωνία να βρεις την απάτη. Δεν μπορεί ξαφνικά, εντός της χειρότερης από μουσικής παραγωγής δεκαετία, να εντόπισες τη μπάντα η οποία συγκέντρωνε όλα εκείνα τα στοιχεία που έκαναν τη βασισμένη στην κιθάρα σύνθεση ταυτόχρονα καινούρια και οικεία, ενώ παράλληλα έκανε πράγματα στα μέσα σου, που είχαν να γίνουν από το εξιδανικευμένο τότε.
Το δεύτερο που μου έσκασε ήταν οι Screaming Trees. Ναι, το Grunge το είχαν και το έχουν έντονο, δεν είναι κακό, είναι για την ακρίβεια το καλύτερο είδος μουσικής που μπορεί να (έχει) πετύχει κάποιος στην εφηβεία του. Εκτός αυτού όμως, έχουν και αυτό που, ρε παιδί μου, ξέρεις, ότι για να νιώσεις, πρέπει να χωθείς λίγο ακόμα. Και μετά ακόμα λίγο. Και η ανταμοιβή τελικά είναι μεγάλη και από το τίποτα σχεδόν μένεις με μία εμπειρία.
Δε θα ‘λεγα το ότι όταν διέλυσαν μου στοίχισε και λοιπές μαλακίες, δεν ήμουν στην εφηβεία, είχα σύνδεση στο ίντερνετ και ο ωκεανός του ήχου απλωνόταν παντού μπροστά μου. Για την ακρίβεια δεν το κατάλαβα καν. Αλλά έτσι είναι πια η φάση. Ακόμα και οι πιο αγαπημένοι, όταν αποφασίσουν ότι δεν το’χουν πια, απλά σβήνουν. Περνούν απαρατήρητοι. Τυχαία είδα στα feeds μου το Prey και ένιωσα κάτι να κουνιέται. Σα να έκανε επίσκεψη – έκπληξη ένας από τους (αρκετούς πλέον) φίλους μου που απέδρασε στα ξένα. Που παράλληλα βαρέθηκε και είπε να σκάσει για κάμποσο καιρό να φάει λίγο ήλιο. Τέτοιο πράμα. Περίμενα να κατέβει υπομονετικά και το έβαλα να παίξει. Και με τις πρώτες νότες του  Dementia Americana ήταν σαν να με έλουσε κύμα λύτρωσης κάπως. Απερίγραπτο. Έπεσα – διόλου τυχαία – πάνω σε “καλή μουσική”. Που έχει και κιθάρες. Γάμησέ τα. Από τότε παίζει συνέχεια, μαζί με τα παλιά βεβαίως και απλά περιμένω τον ταχυδρόμο να το φέρει. Και δεν κάνει καθόλου καλό στην τρισεκατομμυριοστή προσπάθειά μου να κόψω το κάπνισμα.

1/2/16

All Coltrane solos at once

 


Madonna έχει πηδήξει κάποιους πολύ λαμπερούς ανθρώπους. Σα να τους ρούφαγε την ενέργεια για να στήσει μέσα στα χρόνια το “pop icon status” της. Ή μάλλον όχι την ενέργεια, την τέχνη. Κοιτώντας πίσω, μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι μισώ με πάθος τη μουσική της, όλη την καριέρα της, τη μία ηλίθια μεταμόρφωση μετά την άλλη, αλλά αυτό της το αναγνωρίζω. Πολύ λαμπερούς ανθρώπους. Δε θυμάμαι, νομίζω ήταν η Lydia Lunch σε μια συνέντευξή της, δεν μπορώ να την εντοπίσω τώρα, που τη θυμόταν μαζί με “όλους” στη σκηνή της Νέας Υόρκης, από τη μια αγκαλιά στην επόμενη, απελπισμένη να χωρέσει. Να ενταχθεί. Σε κάτι αναμφισβήτητα σημαντικό, που αναγνωρίζεται μέχρι σήμερα.
Από τότε έχουν μείνει θαυμάσια ερείπια ανθρώπων, όσων κατάφεραν να επιβιώσουν τέλος πάντων, συγκλονιστική τέχνη και ένα αστέρι. Το οποίο συνεχίζει να λάμπει, χωρίς κανένα να αμφισβητεί την πορεία του, ξεκίνησε από το πανκ και έφτασε μέχρι την κορυφή του mainstream. Νομίζω ότι δεν ήταν αυτό που πραγματικά ήθελε, φαντάζομαι όμως ότι θα έμαθε να της αρέσει. Από την άλλη υπάρχουν άνθρωποι που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να αλλάζουν συνεχώς την εμφάνισή τους και τίποτα άλλο. Όλη η ποπ μουσική (τουλάχιστον) σήμερα μαστίζεται από περισσότερους στυλίστες, φωτογράφους, σχεδιαστές μόδας, παρά συνθέτες. Αν ρίξεις μια ματιά στη φάση ’80s για παράδειγμα, είναι λες και έχει στηθεί από καταστασιακούς. Σύνθεση, καταστροφή, ταυτότητα, αλλαγή, ταυτότητα, καταστροφή, σύνθεση. Και πάλι από την αρχή. Οι τωρινοί είναι απλά καλοντυμένες στελεχάρες πολυεθνικών με παχυλούς μισθούς που οι μοναδικές αναφορές που έχουν από το όλο pop culture οικοδόμημα είναι από εκείνη τη δεκαετία, μέσα στην οποία έτυχε να μεγαλώσουν και, βεβαίως, να απομυζήσουν τα απαραίτητα εν είδει επιρροής. Από Pop Culture σε Pop Couture. To κατάπτυστο έγινε αδιάφορο. Δε γίνεται δουλειά έτσι όμως.
Η “αναγνώριση” της τέχνης στην παρούσα φάση, ιδίως στο χώρο της μουσικής, έχει γίνει κάτι πάρα πολύ σχετικό. Τριάντα και βάλε χρόνια πριν οι έννοιες ήταν κατά κάποιο τρόπο συνυφασμένες, ακόμα και τα “ελαφρά” ήταν κάπως ντυμένα, είχαν μία ταυτότητα, όσο αλλοπρόσαλλη κι αν ήταν αυτή. Σήμερα η μοναδική φάση που είδα κάπως κάτι να μπερδεύεται ήταν αυτή η εμετική συνεργασία της Miley Cyrus μετους Φλέγming Lips. Καλά, παίζει να έχουν γίνει κι άλλες, αλλά δεν την παρακολουθώ τη φάση γιατί είμαι τέρμα ελιτιστής και με τη βλαχουριά ανακατεύομαι.
Τέλος πάντων, θέλω να καταλήξω ότι πλέον η τέχνη με το mainstream έχουν σχηματίσει δύο τελείως διαφορετικούς κόσμους και είναι όλοι μέσα στη φούσκα της επιλογής τους και δεν πάει κανένας να δει πως τα περνάνε οι άλλοι. Προσωπικά δεν ήμουν ποτέ της μουσικής, άσχετα τι εντύπωση δίνω. Δεν ξέρω πολλά γι’ αυτή, ούτε πολλούς από τους εκφραστές της κι αριθμός αυτών που με ενθουσιάζουν είναι μάλλον μικρός. Όχι, είμαι της τέχνης και του πανκ. Κι επειδή το δεύτερο διανύει τη δεύτερη περίοδο: Punk’s not dead, it just sucks now, οι επιλογές έχουν ελαχιστοποιηθεί. η δε αναζήτηση τέχνης με ουσία, άξιας ν’ ασχοληθείς, να αφιερωθείς είναι γάμησέ τα χρονοβόρος ενασχόληση. Να εκφραστώ μάλιστα γι’ αυτή, κι αφού κανείς δε μου πλερώνει τους λογαριασμούς για να το κάνω, πλέον σπανίζει και τι να κάνω δηλαδή.
Το ότι τσέκαρα δίσκο π.χ. του Saul Williams, έγινε γιατί μέσα στο έργο του συνυφαίνονται πράγματα εκτός της μουσικής δημιουργίας. Ο εν λόγω κύριος είναι κατά βάση ποιητής και μάλιστα πολύ καλός. Τα παλιά τα χρόνια είχε παίξει και σε μία πολύ καλή ταινία, το Slam, με την οποία είχα κολλήσει άσχημα στα νιάτα μου. Όλη αυτή η φάση, η απολύτως αυθόρμητη έκφραση με λέξεις, εκφράσεις, ένταση. Ναι. ήταν κάτι άλλο. Καινούριο. Άξιο ενασχόλησης. Τέχνη πέρα από κάθε αμφιβολία. Μετά άρχισε να βγάζει ποίηση ενδεδυμένη με ήχους, στη Ninja tune αν δε με απατά η μνήμη μου και κόλλησα κι άλλο και τον παρακολουθώ μέχρι τώρα. Σήμερα, λοιπόν, αν υπάρχει κάποιος που εκφράζει ακριβώς αυτό που προσπάθησε να ολοκληρώσει ο Basquiat, είναι αυτός. Η παρούσα φάση τον θέλει κλεισμένο στη φούσκα του, μακρυά από το mainstream, βάζω στοίχημα πάντως ότι αν τον είχε ανακαλύψει η Madonna θα ψόφαγε να τον πηδήξει.