21/10/16

Fucking Tenderness

 


Παρτ ουάν:  A lil’ bit o’ the awld Histo-ree

Πολύ λίγοι δίσκοι με κρατάνε στη δουλειά αρκετά, μέχρι την ώρα που θα γυρίσω σπίτι να τους βάλω να παίξουν για να ησυχάσω. Τελευταία όλο και λιγότεροι. Ένας, άντε δύο όλη τη χρονιά. Ναι, τόσο καλά. Συνήθως χάνω το χρόνο μου στο να προσπαθώ να προσδιορίσω τι σκατά μου έκανε κάποτε η μουσική με αποτέλεσμα να αναζητώ σε καθημερινή βάση σχεδόν, αυτό το κάτι που θα επαναλάβει την αρχική εμπειρία. Όταν έρχεται τελικά πάντα θυμίζει κάτι παλιότερο. Είναι γεγονός ότι, όσο μεγαλώνεις, το πραγματικά καινούριο σπανίζει και καταλήγεις να αφήνεσαι στην ασφάλεια του γνώριμου, όχι απαραίτητα παλιού. Παρόλα αυτά βρισκόμαστε πια στο απόλυτο σημείο στο χρόνο, όπου στη μουσική τουλάχιστον δεν υπάρχει τίποτα δεδομένο και επιτρέπονται όλα.
Κάτι παρόμοιο συνέβη και την προηγούμενη δεκαετία, με τη διαφορά όμως ότι στο πρώτο μισό της τουλάχιστον η δισκογραφία υπήρχε ακόμα. Τώρα, κακά τα ψέματα, δε χρειάζεται. Υπάρχουν άπειροι τρόποι να “δοκιμάσει” κανείς μουσική, χωρίς απαραίτητα να την αφήσει να τον διαμορφώσει. Η εποχή θα σημαδευτεί από μεμονωμένα τραγούδια και όχι από ολοκληρωμένα έργα. Δεν πειράζει. Το όλο θα βρει το δρόμο του, κάποιοι θα ξεχωρίσουν, απλά όχι με τον τρόπο που μας είχε συστηθεί.
Η προηγούμενη δεκαετία, επανέρχομαι, μπορεί γενικά να μην είχε να επιδείξει και πολλά σε επίπεδο πραγμάτων που “έμειναν”, πλην όμως στο πανκ συγκεκριμένα χαρακτηρίστηκε από σειρά επαναστάσεων ανά δίσκο κιόλας. Τα υπο-είδη άλλαξαν, ενώθηκαν με άλλα, παρουσιάζοντας δεκάδες διαφορετικές προτάσεις για να ταϊστεί η ακόρεστη πείνα της εφηβικής μανίας για δημιουργία – για καταστροφή – για δημιουργία. Ναι, επιτέλους το πανκ είχε το alternative του. Με εξαίρεση την ίσως όχι και τόσο απρόσμενη επιτυχία των Blood Brothers, οι εταιρίες, οι “μεγάλες ανεξάρτητες” πλέον και όχι οι πολυεθνικές, οι οποίες ήδη έπνεαν τα λοίσθια, παρότι άρχισαν να υπογράφουν μοϊκανούς σωρηδόν ψάχνοντας το “νέο”, καθότι οσμίστηκαν τη φάση που παίζει, δεν κατάφεραν και πολλά. Αυτοί που πραγματικά ένιωσαν ήταν πάλι οι μυημένοι, μεταξύ των οποίων και εγώ, οι οποίοι τυγχάνει να νοσταλγούμε αυτή τη δεύτερη “επανάσταση”, πιθανόν γιατί το τίποτα που συμβαίνει τώρα, πολύ απλά δεν έχει ξανασυμβεί στην ιστορία του πιο cool είδους έβερ. Βεβαίως, καταλυτικός παράγοντας για το mindfuck των ’00s, ήταν το Post Hardcore των ’90s. Η Dischord (κυρίως), η Amphetamine Reptile, η Touch & Go. Το οποίο βέβαια ο μουσικός τύπος που ένιωσε από τη μία τους ιδρωτίλες του Σχηατλ και απ’ την άλλη τους κουρασμένους τριαντατοσάρηδες λάτρεις της μοναρχίας, έσπευσε να ονομάσει “Emo” και να το τσουβαλιάσει με κάτι Sk8r Boiz με κορακί, ζελεδιαζμένο μαλλί και piercings, που δέσποζαν στο MTV εκείνη την περίοδο.
Σαν αποτέλεσμα αυτό είχε δεκάδες κομμάτι πιο ευαίσθητοι νεανίες, που έτρεμαν τον τέτανο που θα κολλούσαν αν έτρωγαν καμιά τσιμπιά από τα καρφχιά στα μπουφάν των Crustάδων, να μην επιχειρήσουν να δοκιμάσουν το τι έπαιζε στα υπόγεια. Αντί αυτών, λοιπόν, χειροκροτούσαν είτε γκιόζηδες που αντιπροσώπευαν εφήμερα “ευρήματα” του μουσικού τύπου σαν το Electroclash, τα οποία σήμερα θυμόμαστε και γελούμε δυνατά, είτε κλαυθμυρίζοντες τριανταρίσκους που συνέθεταν ντραγούδγια για μελλοντικές εκστρατείες υποψήφιων προέδρων των Ενωμένων Πολιτειών της Εμετικής, αφήνοντας εμάς τους υπόλοιπους αφενός να αισθανθούμε εξυπνότεροι των πάντων, αφετέρου να αναπτύξουμε μία καθόλα ανθυγιεινή ροπή προς το μισανθρωπισμό. Κοίταζες ολόγυρα στο μεταξύ και τα βραχύβια τρεντς, όπως οι, γραφικότεροι των Κατσαπάνκηδων, Athens New Yorkers με τις κουστουμνιές και το μαλλί κόκκαλο στο ταβάνι και το γέλιο ήταν τόσο που ο θάνατος έμοιαζε λύτρωση.
Εν-τάξει.

Παρτ τουA slow moeshun tuhrip to tahday

Το να αρχίσω το ανελέητο name-dropping από μπάντες που πλέον όλοι ξέρουν και (λένε ότι) λατρεύουν δεν έχει κανένα νόημα, το ίντερνετ είναι απέραντο κι εδώ ποτέ δεν ήταν σημείο πληροφοριών, οι εμμονές μου είναι παντελώς άχρηστες ακόμα και σε ‘μένα. Παρόλα αυτά θα μείνω σε μία, η οποία κυκλοφορεί νέο δίσκο σήμερα, μόλις μία δεκαετία μετά τον αμέσως προηγούμενό της.
Την πρώτη φορά που διάβασα για τους Planes Mistaken For Stars, ήταν στο καταπληκτικό Heart Attack ‘zine, που έβγαινε από την Ebullition, μια δισκογραφική που σμίλεψε τα γούστα μου όσο ελάχιστες. Τους περιέγραφε σαν Post Hardcore με ολίγη από Grunge και κάτι άλλα ψιλούδγια. Αγόρασα το Up in them guts από ένα distro που είχε στήσει ένας γνωστός, γκρι βινύλιο με νερά και το έβαλα να παίξει. Το πρώτο πράγμα που με εντυπωσίασε ήταν η φωνή. Βαθιά, βραχνή, σα να ήταν μονίμως πνιγμένη στο ντιστόρσχιον. Εξαιρετική. Μετά κόλλησα με το αυτό που την πλαισίωνε. Ένα ασταμάτητο σφυροκόπημα από κιθάρα, μπάσο και ντραμς. Τα καλύτερα δηλαδή. Το πρώτο που μου έσκασε στο μυαλό ήταν οι Pearl Jam. Ντρέπομαι λίγο που το δηλώνω φωναχτά. Πλην όμως, όταν έγραψαν το Lukin συγκεκριμένα, νόμιζαν ότι έκαναν αυτό που έβγαινε από τα γκρι αυλάκια του δίσκου που είχα μόλις αγοράσει. Αγνό πανκ, αγνή οργή, συναίσθημα. Χάρντκορ. Ποστ χάρντκορ. Τους βγήκε όμως λίγο τζούφχιο. Αναίμακτο. Κακά τα ψέματα, με τις πλάτες της πολυεθνικής δεν κάνεις επανάστα, ούτε καν ηχητικά μιλώντας. Των Planes απ’ την άλλη ήταν τόσο αβίαστα παθιασμένο, τόσο αυθόρμητα συγκλονιστικό, που έψαχνες σε κάθε γωνία να βρεις την απάτη. Δεν μπορεί ξαφνικά, εντός της χειρότερης από μουσικής παραγωγής δεκαετία, να εντόπισες τη μπάντα η οποία συγκέντρωνε όλα εκείνα τα στοιχεία που έκαναν τη βασισμένη στην κιθάρα σύνθεση ταυτόχρονα καινούρια και οικεία, ενώ παράλληλα έκανε πράγματα στα μέσα σου, που είχαν να γίνουν από το εξιδανικευμένο τότε.
Το δεύτερο που μου έσκασε ήταν οι Screaming Trees. Ναι, το Grunge το είχαν και το έχουν έντονο, δεν είναι κακό, είναι για την ακρίβεια το καλύτερο είδος μουσικής που μπορεί να (έχει) πετύχει κάποιος στην εφηβεία του. Εκτός αυτού όμως, έχουν και αυτό που, ρε παιδί μου, ξέρεις, ότι για να νιώσεις, πρέπει να χωθείς λίγο ακόμα. Και μετά ακόμα λίγο. Και η ανταμοιβή τελικά είναι μεγάλη και από το τίποτα σχεδόν μένεις με μία εμπειρία.
Δε θα ‘λεγα το ότι όταν διέλυσαν μου στοίχισε και λοιπές μαλακίες, δεν ήμουν στην εφηβεία, είχα σύνδεση στο ίντερνετ και ο ωκεανός του ήχου απλωνόταν παντού μπροστά μου. Για την ακρίβεια δεν το κατάλαβα καν. Αλλά έτσι είναι πια η φάση. Ακόμα και οι πιο αγαπημένοι, όταν αποφασίσουν ότι δεν το’χουν πια, απλά σβήνουν. Περνούν απαρατήρητοι. Τυχαία είδα στα feeds μου το Prey και ένιωσα κάτι να κουνιέται. Σα να έκανε επίσκεψη – έκπληξη ένας από τους (αρκετούς πλέον) φίλους μου που απέδρασε στα ξένα. Που παράλληλα βαρέθηκε και είπε να σκάσει για κάμποσο καιρό να φάει λίγο ήλιο. Τέτοιο πράμα. Περίμενα να κατέβει υπομονετικά και το έβαλα να παίξει. Και με τις πρώτες νότες του  Dementia Americana ήταν σαν να με έλουσε κύμα λύτρωσης κάπως. Απερίγραπτο. Έπεσα – διόλου τυχαία – πάνω σε “καλή μουσική”. Που έχει και κιθάρες. Γάμησέ τα. Από τότε παίζει συνέχεια, μαζί με τα παλιά βεβαίως και απλά περιμένω τον ταχυδρόμο να το φέρει. Και δεν κάνει καθόλου καλό στην τρισεκατομμυριοστή προσπάθειά μου να κόψω το κάπνισμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου