Τον τελευταίο καιρό προσπαθώ να αξιολογήσω τα κιθαριστικά μέρη του Richard Oakes, αφού ανέλαβε τα ηνία μετά την αποχώρηση του, ομολογουμένως αδιανόητα ευρηματικού, απόλυτα αυτοδίδακτου, Bernard Butler. Δεν παίζει να υπάρχει άνθρωπος που δεν θα συμφωνήσει ότι ο πρώτος εξ' αυτών είναι κατά τι κατώτερος του δεύτερου. Ακόμα και ο Brett Anderson θα το παραδεχόταν, εντάξει, ίσως λίγο ανόρεχτα.
Συνήθως για το τι θα γράψεις/συνθέσεις/δημιουργήσεις, ευθύνονται οι κατά καιρούς δάσκαλοί σου. Ο Bernard ας πούμε, έπιασε σε κάποια φάση μια κιθάρα και κάθισε και έβγαλε με το αυτί όλα τα τραγούδια των Smiths. Από μόνος του σχολείο ο Johnny Marr. Σίγουρα έβγαλε και μερικά άλλα, σε κάθε περίπτωση όμως είχε όλο τον χρόνο στη διάθεσή σου να κάτσει να ταλαιπωρηθεί, να βρει "τον ήχο του", να τον μελετήσει και εν τέλει να τον μετουσιώσει σε κάτι δικό του. Μια ταυτότητα.
Ο Richard πάλι, είχε δάσκαλο αυτόν που αντικατέστησε, υπήρξε εξαιρετικός μαθητής, αλλά το να παίξει τα μέρη αυτά, του ωδείου καθώς ήταν, υπήρξε εύκολο για εκείνον. Στα μόλις δεκαεπτά του δε, όταν τον ξεχώρισαν οι Suede και του έδωσαν τον ρόλο που τον ακολουθεί μέχρι και σήμερα, ήταν αδύνατο να του επιτραπεί να αναπτύξει μια προσωπικότητα στην εξάχορδη, ή έστω μια στοιχειώδη σχέση με τον εξοπλισμό του. Αποτέλεσμα αυτού ήταν οι overdriven, ζαχαροfuzzy, τσιριχτές - οριακά εκνευριστικές - κιθάρες (αυτή η απαράδεκτη χρήση του flanger, απλά όχι, όχι, όχι) που ακολούθησαν το αριστούργημα με τίτλο Dog Man Star. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, αυτό που έκανε τους Suede "brit pop" και ίσως τους έσωσε κιόλας, ήταν η απώλεια του όγκου στις κιθάρες, που με σχετική ευκολία απέδιδε ο Butler, ακόμα και παίζοντας στις ψιλές χορδές. Κατέβασα κάτι ταμπλατούρες (ακόμα με ταλαιπωρεί το Animal Nitrate, το Wild Ones είναι άπιαστο όνειρο) και είναι εύκολο να εντοπίσει ακόμα κι ένας άσχετος (εγώ) πως το έκανε. Με μία καταδική του προσέγγιση, ακόμα και οι χορδές που δεν ακούγονται, παίζονται με τέτοιο τρόπο που ενισχύουν το wall of sound, κάτι που ακούγεται ακόμα κι αν δεν συνδέσεις την εξάχορδη στον ενισχυτή. Θεός ο τύπος.
Πηγαίνοντας μερικά, ψέματα, αρκετά χρόνια πίσω, ακολούθως και της προσφάτου ολοκλήρωσης του Coal Black Mornings, του πρώτου εκ των δύο αυτοβιογραφικών βιβλίων του Anderson, βρέθηκα κάπως στην εποχή που το MTV ήταν το μοναδικό μέσο, εντάξει, το κύριο μέσο επικοινωνίας μουσικών με το απειροκέφαλο θεωρητικά κοινό τους. Στις συνεντεύξεις αυτοκαταστροφικών μαλλιάδων από το Seattle, έσκασε σε κάποια φάση μία εύθραυστη παρουσία, που στα μάτια των νεαρών τηλεθεατών δεν θύμιζε τίποτα από το παρελθόν, δεν έμοιαζε σε τίποτα από το παρόν. Τη συνομιλία διέκοπταν μέρη από τα βίντεό τους μέχρι εκείνη τη στιγμή, που, για καλή μας τύχη, είχαν αρκετά σκληρές κιθάρες, ώστε να συνεχίσουμε να παρακολουθούμε. Θυμάμαι ακόμα και να υιοθετώ τη χωρίστρα του, για μικρή διάρκεια, περίπου μέχρι να φτάσω στο σχολείο και μέχρι το πρώτο διάλειμμα. Μήνες μετά στα εξώφυλλα των φυλλάδων στο περίπτερο με τα ξενόγλωσσα έντυπα, φιγουράριζε παντού η λέξη "britpop", περιγράφοντας μια σκηνή στα σπάργανα, αρκετά diverse ηχητικά στις αρχές της, όπως όλες οι άλλες που προηγήθηκαν αυτής. Η σχετική "χαρά" που την περιέγραφε (όχι τους Suede, που ουσιαστικά σηματοδότησαν την αρχή της) υπήρξε η έναρξη του πάρτυ για τους έφηβους των '90s, παρότι οι πρωταγωνιστές της δεν περνούσαν και πολύ καλύτερα από τους αμερικάνους συναδέλφους τους (μυθικό πρεζοζεύγαρο η Justine και ο Damon). Εκτός από τους Oasis, αλλά αυτοί δεν μετράνε γιατί αναίσθητοι βλάκες ήταν, αναίσθητοι βλάκες είναι. Τα δε τραγούδια τους είναι και τα πιο εύκολα για οποιονδήποτε θέλει να εντυπωσιάσει τα κορίτσια γύρω από τη φωτιά στην παραλία του Πλαταμώνα (ήθελε τέλος πάντων, τώρα ραπάρουν είτε ψυχαναλυτικές είτε μισογύνικες ρίμες, καθείς εφ' ω ετάχθη).
Στο μεταξύ, εντόπισα ότι είχα ξαναγράψει για τους Suede πριν από κάμποσα χρόνια, την εποχή των πολλών σχολίων και των αποσιωπητικών (...), με το δε κείμενο με βρίσκω σήμερα να διαφωνώ. Με το δεύτερο έργο της τετράδας έχει αλλάξει η σχέση μου πλέον, το βρίσκω αδιανόητα καλύτερο από το πρώτο και από ό,τι έβγαλαν γενικά. Όχι μόνο σαν σύνολο, αλλά και κάθε κομμάτι του ξεχωριστά. Σε άλλο άρθρο, έκραζα με παιδική αφέλεια το είδος που με τόση σιχαμάρα υπηρέτησαν. Μετά την παρακολούθηση 7 - 8 ντοκυμαντέρ, την ανάγνωση ισάριθμων βιβλίων για το ίδιο θέμα, τη θέαση του εσωτερικού ενός συρταριού ντουλάπας γεμάτου ριγέ μπλουζάκια τα οποία δεν με χωράνε πια αλλά τα κρατάω μπας και, έχω αναθεωρήσει, τουλάχιστον για αυτή τη βδομάδα. Τι σου είναι η ενηλικίωση, βρε παιδάκι μου.
Intermission: να υπενθυμίζουμε από καιρού εις καιρόν ότι η αυτοαναφορικότητα σκότωσε τα blogs γι' αυτό και συνεχίζουμε με τον ίδιο τρόπο, αποκλείοντας κάθε πιθανότητα ανάστασής τους.
Πίσω στις εξάχορδες, και με όσο φιλότιμο τις βασάνισε ο Oakes στα '90s, ακόμα και το στήσιμο στη σκηνή του άλλου έπρεπε να αντγράψει ο κακομοίρης, φτάνουμε στο σήμερα, στην επανασύνδεση με τους παλαιούς του συντρόφους και συνκαταναλωτές ναρκωτικών ουσιών, all sobered up πλέον. Του δόθηκε, λοιπόν, από το 2010 (;), 2011 (;), η ευκαιρία να ξεπεράσει το είδωλό του, να λάμψει στις νέες συνθέσεις, αρκετές από τις οποίος υπογράφει ο ίδιος. Και τι κάνει; Παραμένει επαρκής. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Βεβαίως, τα μέρη του είναι δύσκολα, σχετικά περίπλοκα, αλλά καθόλου ευρηματικά. Δουλεύουν στη σύνθεση, καμία αντίρρηση, αλλά δεν ξεχωρίζουν, ο Anderson παραμένει ο μπροστάρης όλου αυτού, τα βλέμματα είναι μονίμως στραμμένα πάνω του, κανείς δεν ψήνεται να βγάλει το Filmstar στην κιθάρα μέχρι σήμερα. Ίσως αυτό να ήταν το σχέδιο μετά το κλείσιμο του Still life, να υπηρετηθεί το όραμα του βρετανικού τύπου, όλοι να δείχνουν κουλ ενδεδυμένοι τη Union Jack, το εξαγώγιμο προϊόν να είναι όσο το δυνατόν πιο ενιαίο και εύπεπτο. Είναι κι αυτός ο Neil Codling, στο μεταξύ, έχει μια φάτσα που είναι σαν να λέει συνέχεια "θα μπορούσαμε και καλύτερα".
Να διευκρινίσω εδώ, ότι οι δίσκοι που ακολούθησαν την επανασύνδεση μου άρεσαν αρκετά, με απόλυτο peak το Blue Hour, όπου φάνηκε ότι έχουν ακόμα να δώσουν πολλά, μα πάρα πολλά στους τεθλιμμένους, αιώνιους και αιωνίως ταλαιπωρημένους έφηβους. Ακόμα κι ο φετινός, κι ας φλερτάρει με το post punk, το (non) είδος που λάτρευα και με έχει κουράσει όσο κανένα.
Συνοψίζοντας, η αυταπόδεικτη ποιότητά τους, τους καθιστά τους μοναδικούς από τα υπέρλαμπρα βρετανικά αστέρια των '90s, που μπορούν να καυχηθούν ότι ακόμα και σήμερα έχουν "καριέρα". Οι Blur ακούγονται μπερδεμένοι, οι Pulp ολόιδιοι μα κουρασμένοι, τα αδέρφια από το Manchester εξίσου βαρετοί και τυχαίοι με τότε, μένει να προσπαθήσουν κι αυτοί να ξαναμπούν στο studio για να γελάσει επιτέλους και ο τελευταίος, αυτός που γελά καλύτερα από όλους.