She Likes Surprises
Άκουγα τις προάλλες αυτό που έβγαλαν πέρυσι οι Soundgarden, με τα κομμάτια του πεταματού, τις διασκευές, τα λάιβ, ξέρεις. Άθλος. Όχι ότι έχει να κάνει με το υλικό η υπερπροσπάθεια. Το πιο κουραστικό της υποθέσεως είναι η συγκέντρωση όλων αυτών των σκέψεων που σκάνε με το που χώνεται το εκάστοτε ευρηματικότατο ριφφ και σε αναγκάζει σε φάση να χωθείς μέσα στο πληκτρολόγιο και να γράψεις ένα σκατό πράματα χωρίς – φυσικά – να πλερώνεσαι για να το κάνεις. Ίντερνετ, αυτή η μάστιγα. Ναι. Ο Ganesha είναι ο θεός της υπερπήδησης των εμποδίων και το μοναδικό σε θεότητα που μου ‘χει κάνει κάτι. Εδώ και κάτι χρόνια, λοιπόν, έχω ένα ράιτερ’ζ μπλοκ το οποίο ευελπιστώ να με βοηθήσει να υπερπηδήξω, αλλά δεν το κόβω. Όλως παραδόξως συνεχίζω να γράφω εδώ πέρα χωρίς να υπάρχει και καμία έτσι “λογοτεχνική”, “εικαστική” πρόκληση ξέρω ‘γω. Ψυχαναγκαζμάρες για πάντα. Can’ t live with them, fu-fu-fu-fu-fuck ’em (Geto Boyz ta life).
Η αυτοαναφορικότητα λένε σκοτώνει τη δισκοκριτική. Εύχομαι να το κάνει αργά και με μπόλικο πόνο. Αλλά ναι.
Το Badmotorfinger το άκουσα πριν ακούσω το Nevermind. Έως σήμερα το βρίσκω κατά τι επαναστατικότερο από το δεύτερο. Όχι ότι δε λάτρεψα και τα δύο, άλλωστε η διαφορά μεταξύ των ακροάσεων δεν ήταν παρά ημερών. Και τα δύο έργα ήταν από δαύτα που όλα τα τραγούδια είναι καλά. Που οι κιθάρες που τα συγκροτούν είναι τεράστιες και “καινούριες”. Περίεργες. Και τεράστιες. Δηλαδή πολύ μεγάλες και πάρα πολύ ογκώδεις. Που τα ακούς από την αρχή μέχρι το τέλος και ξανά και ξανά και ξανά και πάντα βρίσκεις κάτι αξιόλογο. Κάτι που δεν είχες προσέξει. Και σήμερα μου συμβαίνει αυτό, χαίρομαι που το λέω, απλά λίγο πιο σπάνια. Και πάλι όμως. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα του άρθρου δυστυχώς ή ευτυχώς.
Στα ορίτζιναλς, το πρώτο εκ των τριών δισκίων του περσινού πράγματος που εκυκλοφορήθη από τους κάποτε πολύ αγαπημένους Soundgarden, έχει κάμποσα παλιά, μερικά που τα είχα πετύχει σε κάτι σάουνττραξ, τέλος πάντων έχει πολλά. Έχει και καινούρια. Η διαφορά μεταξύ τους είναι συγκλονιστική. Τσεκάροντας τα πεταμένα των ’90ζ, θυμήθηκα ξανά γιατί λάτρευα κάποτε αυτή τη μπάντα, είναι “εμπνευσμένα”, δεν έχει να κάνει με τον ήχο, αυτός δεν έχει αλλάξει και πολύ, οι συνθέσεις ρε, είναι εικόνες. Παραστάσεις. Doc Martens, βερμούδα και κολάν. Για τα γενέθλιά μου, παρεμπιπτόντως, που πλησιάζουν επικίνδυνα, έδωσα μια μικρή περιουσία για τα δεδομένα μου και αγόρασα ένα ζεύγος. Μάρτενς ντε. Γιατί; Δεν ξέρω γιατί. Για τη φάση. Όπως όλα άλλωστε. Όχι ότι ενδιαφέρει και κανένα, αλλά τέλος πάντων.
Αλλά ναι. Παλιά βέρσουζ καινούρια. Ναι, Μαργαρίτα Καραπάνου, η διαφορά μεταξύ των είναι στα όρια του τραγικού. Παίζει το αισχρά τιτλοφορημένο Live to Rise και το μόνο που σκέφτομαι είναι “Κουμπάρος τηζ Βίσση”. Έχει αυτό που απολαμβάνουν τις δάφνες και δεν προσπαθούν και πολύ. Σαν αυτό το σόλο δίσκο που είχε βγάλει προ αμνημονεύτων ο Κορνέλλ. Που είχε αν θυμάμαι καλά, ένα κομμάτι που ακουγόταν; Δύο; Δύσκολο. Αλλοτρίωση. Τι αλλοτρίωση δηλαδή, απαλλοτρίωση. Απαλευτρίωση. Μία κάποτε ασύλληπτα ικανή μπάντα που αποφασίζει να κυκλοφορήσει, χωρίς να κοπιάσει. Αυτοί είμαστε σήμερα. Είμαστε γέροι. Σας αρέσει δε σας αρέσει. Γέροι. Και βαριόμαστε. Και θέλουμε και τα λεφτά σας. Γιατί τα δικά μας είναι πολλά, πλην όμως επ’ ουδενί αρκετά.
Και ξαναβάζω τα παλιά. Ακούω και τις διασκευές. Η μπάντα κάποτε είχε οίστρο (καύλες). Τώρα δεν έχει. Τον οίστρο που είχε μάλιστα δεν κατάφερε να τονε μεταλαμπαδεύσει στους απογόνους της. Ιδίως ακούω κάτι συναδέλφους από την εδώ σκηνή που προσπαθούν να το ψιλοπαλέψουν το γκραντζ Αμερικλάνοι Σχιατλ Στόνερ τσιρουίδα μπαντάς-ε μαβαφάκα και είναι πχιο για γέλια κι από τους Candlebox. Ναι αμέ. Συμβαίνουν αυτά, δεν πειράζει. Συμβαίνει σε πολλούς εκ των όσων τα παρατάνε και μετά δεν τα παρατάνε και τόσο, αν όχι σε όλους. Λίγες (μία) επανασυνδέσεις – α ναι, το γύρισα πάλι πριν αρχίσω το κράξιμο, γιατί ήμουν τόσο μα τόσο μα τόσοτόσοτόσοσοσοσοσοσοσοσο κοντά – άλλωστε είχαν κάτι να πουν και εκτός αυτού θύμιζαν και τις παλιές καλές μέρες, αν όχι και λίγο καλύτερες μερικές φορές. Ή έγιναν χωρίς να θυμίζουν τίποτα απολύτως, έγιναν κάτι άλλο, απλά με ένα όνομα, ένα brand στο εξώφυλλο και είτε απογοήτευσαν ή το αποτέλεσμα ήταν τόσο μη συγκρίσιμο με τα προηγούμενα που γοήτευσαν. Δες, για να καταλάβεις τι εννοώ, την περίπτωση εφέτο των Pop Group. Είναι κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που ήταν, αν όχι τελείως, αλλά το πήγαν αλλού χωρίς να το πάνε, κράτησαν ζωντανό το χάος, τον οίστρο (καύλα) και εν ολίγοις τα κατάφεραν.
Οι Soundgarden δεν τα κατάφεραν. Δε μπόρεσαν και δε μπορούνε. Και δυστυχώς υπάρχουν τα παλιά τους τραγούδια για να το θυμίζουν. Δεν ξέρω, αν ήμουν στη θέση τους θα φοβόμουν να κυκλοφορήσω μια τέτοια συλλογή για να αποφύγω τέτοιου είδους συμπεράσματα από τους ακροατές μου. Τουζ φανζ. Δεν έχω και δεν είχα, αν είχα όμως θα έτρεμα μήπως τους απογοητεύσω. Και νομίζω ότι δε θα τα σκεφτόμουν τα φράγκα. Πολύ. Εκτός κι αν ήθελα ν’ αγοράσω κανένα καινούριο ζευγάρι Doc Martens. Όταν παλιώσουν αυτές, βέβαια. Με στενεύουν λίγο για να είμαι απόλυτα ειλικρινής. Θα πρέπει να προσευχηθώ πάλι στο Ganesha. Παίζει να ‘χει αρχίσει να με βαριέται λίγο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου