21/5/18

Drinking Bottled Oi

 

Η προσπάθεια να κόψεις το κάπνισμα, δεν πρέπει να ξεκινάει όταν έχεις να πας σε live. Εκτός του ότι θα φρικάρεις μέσα και θα ψάχνεις για τσιγάρο, θα καπνίσεις σίγουρα και θα διακόψεις και κάποιον από τη φάση του για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες σου με την ποσότητα που διαθέτει και όχι, είναι μαλακία, είναι λάθος. Πήγα σε μερικά λάιβ τον τελευταίο καιρό, βγήκα, είδα κόσμο. Σε κανένα “μεγάλο” δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν ξέρω, νομίζω τα κλαμπζ με έχουν κουράσει. Πάντα γκρινιάζω για τον ήχο ας πούμε. Κακά τα ψέματα πλερώνω, θέλω να γουστάρω. Και για να γουστάρω πρέπει να έχω ήχο.  Αντίθετα, πας σε ένα DIY live και ακούγονται όλα αναπάντεχα δυνατά και σωστά. Και καλύτερα. Άσε τον κόσμο. Πλέον αισθάνομαι άνετα με το γεγονός ότι ανεβάζω το μέσο όρο ηλικίας, γιατί τα μικρά γουστάρουν. Δε συμμετέχω με το σώμα μου, αλλά δεν κολλάω να τα ρωτήσω ποιος παίζει τώρα. Πάντα ξέρουν, γιατί αυτόν/αυτούς έχουν πάει να δουν. Ζηλεύω και λίγο. Στα λάιβ της Faction ας πούμε, μου φαίνεται ότι το από κάτω κοινό συγκροτούσαν μεν συνομήλικοί μου, αλλά ήταν όλοι είτε χορτασμένοι, είτε παρααισθάνονταν ελίτ για να χορέψουν. Δεν πάει έτσι ο μουσικός μπροστά, παιδάκια. 
Είδα και το ντοκ για την Inner Ear. Αναγνωρίζω 1.000% την προσπάθεια που κάνει η εν λόγω Εταιρία να κυκλοφορήσει/σπρώξει τη μουσική που γουστάρει. Συμπάσχω με την αγωνία των συμμετεχόντων να υπάρξουν μέσα σε όλο αυτό, το της “εγχώριας σκηνής” και όχι μόνο. Πλην όμως σ’ εμένα έβλεπα όλο το κοινό μας στα λάιβ. Τελείως χορτασμένος από αυτή τη φάση ή τραγικά ελίτ για να χορέψω. 30something τύποι ή εκεί γύρω παράγουν εξαιρετική μουσική, αναμφισβήτητα, πλην όμως οι ακροατές πεινάνε για άλλα πράγματα. Το indie έλεγε πολύ παλιά κάτι στους έφηβους και κυρίως στην Αγγλία, όχι εδώ. Εδώ τα κυρίαρχα είναι το πανκ, το μέταλ και το χιπ χοπ. Αυτό είδα στις επισκέψεις μου στα DIY. Δεκάδες νεαρούς και νεαρές από κάτω όταν στη σκηνή παίζουν κάποιοι παντελώς άγνωστοι σ’ εμένα κι όμως τα μικρά ξέρουν όλους τους στίχους τους. Η εφηβεία τους σημαδεμένη από κάποιους που οριακά μπορώ να ανεχτώ. Αδέρφια, καλλιτέχνες, αποτύχαμε.
Από τις αρχές της χρονιάς έχω κρεμάσει την κιθάρα και σκέφτομαι. Μ’ αρέσει να το φιλοσοφώ το θέμα, πως να το κάνουμε. Έκανα ένα αρκετά αυστηρό διαχωρισμό στους μουσικούς της “σκηνής”, στα χρόνια που κι οι σκυλάδες δυσκολεύονται να βγάλουν τα προς το zine. Υπάρχουν αυτοί που κάνουν αυτό που γουστάρουν, κι υπάρχουν κι αυτοί που κάνουν κάτι σημαντικό. Το να κάνεις εξαιρετική μουσική, είναι κάτι που γουστάρεις. Το να κάνεις κάτι όμως – ας είναι και σκατά – και να το τραγουδάει κόσμος, να μένει μέσα του, είναι σημαντικό. Ακραίο; Μπορεί. Ηλίθιο; Πιθανότατα. Η αποψάρα μου; Γιου μπέτσα.
Να διευκρινίσω εδώ ότι καμία φάση/στάση εκ των ανωτέρω είναι “κακή”. Γίνεται όμως όταν έχεις αυταπάτες. Δεν μπορείς να ανήκεις στη μία κατηγορία και να αισθάνεσαι ότι ανήκεις και στην άλλη. Αρχίζεις μετά να μην περνάς καλά όταν έρχεται η κριτική. Και στις μέρες μας είναι μπόλικη. Στην τελική δεν κερδίζεις ποτέ, τα μικρά ακόμα φοράνε μπλούζες Guns ‘n’ Roses και Metallica, ενώ στα χρόνια τους συμβαίνουν τα πάντα. Πόσο σκατά είναι αυτό; Άσε θα σου πω εγώ: πολύ. Οι παλιοροκάδες από τότε βλάκες μου φαινόταν, το τώρα έχει σημασία και αυτό είχε πάντα. Αρκετά όμως. Το κλείνω με μία παραβολή:
Θυμάμαι κάτι άρθρα του Κοντογούρη, ή συνέντευξη στο Fractal ήταν, μπορεί και τα δύο, που έλεγε σκατά το Foetus, το Grunge θόρυβο και άλλα τέτοια. Έτυχε να ξέρω όλους τους στίχους που βγήκαν από το Seattle μεταξύ 1989 – 1994 και να θεωρώ τον πρώτο το τελευταίο πραγματικά εξαντλητικά συγκλονιστικό που άκουσα. Στην πρώτη θέση των αγαπημένων μου όλων των εποχών, μία είναι οι Sonic Youth, μία ο Jim Thirlwell. Τι ξέρει αυτός, λοιπόν; Τίποτα.